3o Βραβείο
Πανελλήνιος Εφηβικός Διαγωνισμός Λογοτεχνίας
Λύκειο πεζά
Αλεξόπουλος Παναγιώτης
Τα βλέφαρά μου πετάρισαν, καθώς άκουσα το χαρακτηριστικό κουδούνισμα απ’ το ξυπνητήρι. Νιώθοντας το σώμα μου να μυρμηγκιάζει, έγειρα και κοίταξα προς το κομοδίνο δίπλα στο προσκέφαλό μου. «Οκτώ!» αντίκρισα, αρχικά με απροθυμία το ρολόι, αλλά στη συνέχεια η καρδιά μου κόντεψε να εκραγεί. Νευριασμένος, έκλεισα το ξυπνητήρι και με μανία πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι μου, πετώντας από πάνω μου τα σεντόνια που με αγκάλιαζαν. Άρχιζα να φοράω ό,τι πιο πρόχειρο έβρισκα μέσα στη ντουλάπα μου και έτρεξα προς το μπάνιο, για να ετοιμαστώ γρήγορα. Φαίνεται μέσα στον ενθουσιασμό μου, το προηγούμενο βράδυ, πρέπει να με είχε πάρει κατά λάθος ο ύπνος, ξεχνώντας τελείως τη σημερινή εκδρομή. «Ανεπίτρεπτο!» σκέφτηκα, καθώς έπλενα το πρόσωπό μου κι άρχισα να κατεβαίνω προσεχτικά τις σκάλες, ώστε να μην ξυπνήσω τους γονείς μου και ακούσω κανέναν εξάψαλμο πρωινιάτικα. Μονομιάς και με σβελτάδα, βγήκα έξω απ’ το σπίτι κλείνοντας πίσω μου την κεντρική πόρτα του σπιτιού. Ήταν Κυριακή και επιτέλους είχε φτάσει η στιγμή που για μια ακόμα φορά θα «τιθάσευα» ξανά το ποδήλατό μου και μαζί με το φίλο μου, θα παίρναμε σβάρνα τις πεδιάδες κι όλα τα βουνά που θα συναντούσαμε στο διάβα μας…
Τόσο πολύ μου άρεσε το ποδήλατο! Για την ακρίβεια, τόσο πολύ το αγαπούσαμε εγώ και ο φίλος μου, που μπροστά του δεν λογαριάζαμε ούτε μπάλα ούτε καμιά άλλη διασκέδαση. Για εμάς είχε ψυχή, ήταν ζωντανό, ήταν το όνειρο που μας νανούριζε τα βράδια. Περιμέναμε με αγωνία την ώρα που θα σκύβαμε πάνω στο τιμόνι και πλάι πλάι θα εξερευνούσαμε γεμάτοι χαρά το χωριό και τα γύρω περίχωρά του, κάνοντας εκείνες τις μεγάλες βόλτες, όπως τις αποκαλούσαμε «ποδηλατάδες». Αυτή τη φορά, όμως, είχα αργήσει και γι’ αυτό έφυγα απευθείας για το σημείο, όπου άφηνα το ποδήλατό μου και ευθύς αμέσως, αγκάλιασα το τιμόνι του. Ο σφυγμός μου δυνάμωσε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έκανα να βγω από την αυλή, ενώ τα χέρια μου άρπαξαν, χωρίς δισταγμό, τη δερμάτινη σέλα του και δίνοντας ώθηση με το αριστερό μου πόδι, βρέθηκα επιτέλους «καβάλα στο όνειρο». Το δροσερό αεράκι με χάιδεψε και για λίγο, ένιωσα σαν τα πρωινά της Δευτέρας, που ξύπναγα για να πάω σχολείο και κατσούφιασα. Κοιτάζοντας τριγύρω, αντίκρισα τα διπλανά χωράφια που ποτισμένα απ’ τη φθινοπωρινή υγρασία του Οκτώβρη, σκεπάζονταν απ’ τη σκιά των γύρω ελαιόδεντρων. Κατευθύνθηκα προς το σπίτι του φίλου μου και πριν φτάσω εκεί, προς μεγάλη μου ανακούφιση, διέκρινα τη λεπτή του σιλουέτα, να στέκεται ισορροπώντας πάνω στο ποδήλατό του.
Είχε περιποιημένα καστανά μαλλιά κι ένα μικρό αχνό μουστάκι να διαγράφεται κάτω απ’ τη μύτη του. Ήταν πολύ αστείος και μερικές φορές, αρκετά επίμονος. Ήμασταν συνομήλικοι και από μικροί θυμάμαι πως κάναμε παρέα. Ήταν όμως, όπως λένε, αρκετά «Άγγλος» στα ραντεβού του και η αργοπορία μου τον είχε νευριάσει αρκετά εκείνη την ημέρα. Έτσι, μόλις τον πλησίασα, του εξήγησα κατευθείαν τον λόγο της αργοπορίας μου και εκείνος ξέσπασε σε γέλια, όπως κι εγώ.
«Πού πηγαίνουμε;» τον ρώτησα, καθώς αυτός συνήθως έβγαζε το σχέδιο της πορείας μας.
«Α, αυτό είναι έκπληξη!» μου έγνεψε και οι δύο μαζί ξεκινήσαμε προς το χωριό. Για να λέμε την αλήθεια, το χωριό μας δεν ήταν και το μεγαλύτερο, ούτε το πιο εξωτικό. Ήταν ένα συνηθισμένο γραφικό χωριό, καταχωνιασμένο στην άκρη της δυτικής Πελοποννήσου και χτισμένο στις ρίζες ενός ανάγλυφου βουνού, που έφερε το όνομα «Φραγκοπήδημα». Δεν μας πήρε πολύ, ώσπου φτάσαμε στην κεντρική πλατεία. Ένας μεγάλος πλάτανος έστεκε και αρκετά παλαιά πλήθυνα σπίτια τον περικύκλωναν. Κάμποσοι μεγάλοι μάς φώναξαν απ’ τους γύρω καφενέδες να κοπιάσουμε να μας κεράσουν, όμως εμείς συνεχίσαμε το δρόμο μας, χωρίς να τους δώσουμε σημασία, μέχρι που απομακρυνθήκαμε απ’ την κεντρική πλατεία.
Ξαφνικά και απρόοπτα, ο φίλος μου έστριψε απότομα σε μια αριστερή στροφή και βρεθήκαμε μπροστά σε μια τεράστια ανηφόρα που έμοιαζε να επικοινωνεί με τους ουρανούς…
Πήρα μια βαθιά ανάσα έντρομος και κοίταξα τον φίλο μου. «Μην τη φοβάσαι. Να ξέρεις πάντα, πως μετά από κάθε ανηφόρα, ακολουθεί και μια κατηφόρα», μου είπε κι εγώ γέλασα με το γνωμικό του, καθώς ξεκινούσα την ανάβαση, η οποία τελικά αποδείχθηκε πολύ κουραστική. Είχα, όμως, την περιέργεια να συνεχίσω και να φτάσω στην κορυφή. Μετά από λίγα μέτρα ήταν που πρόσεξα μια ξεθωριασμένη πινακίδα που έγραφε «Αγιάννης» και κάπως έτσι πίστεψα πως αυτός ήταν ο τελικός προορισμός μας. Ο τόπος τριγύρω μας ήταν άγονος, γεμάτος πέτρες, στις οποίες ανάμεσα έβλεπες να πετιούνται φασκόμηλα, χαμομήλια, και πολλά άλλα αρωματικά φυτά, τα οποία ευωδίαζαν το σκηνικό με το άρωμά τους. Χρειάστηκε ν’ ανέβουμε ψηλότερα για να προσέξω -λαχανιάζοντας- το μικρό παρεκκλήσι που ήταν σκαρφαλωμένο στην κορυφή του λευκού βράχου κι από μέσα μου θαύμασα το μικρό ανοιχτόχρωμο κτίριο με το σταυρό στην κορυφή του. Ήδη είχαμε κουραστεί. Βλέποντας, όμως, πως η ανταμοιβή των κόπων μας πλησίαζε, σηκώσαμε «όρτσα» το πετάλι και με ορθοπεταλιές τραβήξαμε για τον τελικό προορισμό μας.
Μετά από λίγο, ο φίλος μου κι εγώ τοποθετήσαμε κατάκοποι σε μια γωνιά τα ποδηλατά μας και πλησιάζαμε με κομμένη την ανάσα στην αυλή της μικρής εκκλησίας, η οποία ήταν φραγμένη από μια τσιμεντένια μάντρα με παγκάκια γύρω της. Περπατήσαμε προς αυτήν και σε κάθε μας βήμα, ο ενθουσιασμός μας μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Όταν τελικά φτάσαμε δίπλα στη μάντρα, είδαμε όλο τον κάμπο που ανοιγόταν εμπρός μας. Σταυροκοπήθηκα, καθώς αγνάντεψα σαν τον Θεό από τόσο ψηλά το μικρό χωριό, τα σπίτια του, το σχολείο και τη μεγάλη εκκλησία με τα δυο θεόρατα καμπαναριά της. Τα χωράφια χωρίζονταν μεταξύ τους με περιφράξεις και έμοιαζαν σαν μπαλώματα πάνω στο μανδύα της γης, ενώ στο βάθος η θάλασσα του Κατακόλου καθρεφτιζόταν στο απέραντο γαλάζιο τ’ ουρανού. Ένιωσα το χέρι του φίλου μου να με ακουμπάει στον ώμο. Συνέχισα το σεργιάνι απορροφημένος. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος και τα σύννεφα έφτιαχναν περίεργα σχήματα στην θολωτή επιφάνειά του. Κοίταξα τον ήλιο, ώστε να βεβαιωθώ πως δεν ονειρευόμουν. Έπειτα ο φίλος μου, το ίδιο συναισθηματικά φορτισμένος με μένα, έκανε τα χέρια του σαν χωνί και με τρανταχτή φωνή έστειλε στο κενό το μήνυμα: «Αυτός είναι ο κόσμος μας, αυτή είναι η ζωή μας. Αυτό είναι το όνειρο, που μας προσφέρει το ποδήλατο!»
