1o Βραβείο
Πανελλήνιος Εφηβικός Διαγωνισμός Λογοτεχνίας
Λύκειο πεζά
Ντάγκας Νικόλας
Το χειροποίητο χαλί είναι ένα έργο τέχνης, τολμώ να πω. Με την τεχνική του «abrash», το νήμα, μάλλινο ή μεταξωτό, βάφεται με χρωστική ύλη, η οποία δεν έχει ποτέ ακριβώς την ίδια απόχρωση. Το δε δέσιμο των κόμπων, είναι ασύμμετρο και το ακριβές μήκος των κροσσιών εξαρτάται από την ύφανση. Τέλειο, αν και ουσιαστικά ατελές, το χειροποίητο χαλί αποκτά με αυτόν τον τρόπο χαρακτήρα, γοητεία, μοναδικότητα. Τάδε έφη Αριστείδης Καρπετόπουλος, εν Τζιτζιφιές, το σωτήριον έτος 2022, κάτοχος ενός χειροποίητου περσικού χαλιού Shishla, διαστάσεων 183×120, ανάξιος συνεχιστής της πρώην οικογενειακής επιχείρησης εμπορίας χειροποίητων χαλιών, φοιτητής στην Καλών Τεχνών και επί του παρόντος… άφραγκος.
«Ανεπρόκοπος!» με επαναφέρει στην πεζή πραγματικότητα ο πατριός μου, θρονιασμένος στην πολυκαιρισμένη πολυθρόνα του πατέρα, έτοιμος να πάρει τον μεσημεριανό του υπνάκο. Αντί επιλόγου, ρεύεται μεγαλόπρεπα το κυριακάτικο στιφάδο της μάνας και ακολούθως, βρυχώμενος παράφωνα, παραδίνεται στην αγκαλιά του Μορφέα.
«Έχει κι αυτός τις σκοτούρες του με την Αθηνούλα», αρχίζει πάλι χαμηλόφωνα το τροπάριο η μάνα. Βέβαια… χολοσκάει με την ανακαίνιση του διώροφου στην Κηφισιά. Και εγώ τι να πω, ρε μάνα… «Που με πουλήσατε φθηνά και εσύ και αυτή, εγκλωβισμένος στην ημιυπόγεια γκαρσονιέρα, με θέα τον φωταγωγό και τις σωληνώσεις να βογγάνε κάθε φορά που κάποιος από τους υπόλοιπους ενοίκους τραβάει καζανάκι;» διαμαρτύρομαι σιωπηλά. Τείνω το μάγουλό μου για το τυπικό φιλί, αρπάζω τη σακούλα με τα τάπερ για την αδερφή μου, την Αθηνά, και αντί απάντησης, τσαλακώνω με πείσμα το δεκάευρο που μου ‘χωσε η μάνα στη χούφτα, μπας και μου επιβεβαιώσω τον τίτλο του παραχαϊδεμένου παιδιού για τα θελήματα.
Άραγε, τι σκεφτόμουν πριν τη σύντομη διακοπή για το καθιερωμένο οικογενειακό δράμα; Α, ναι. Το χειροποίητο χαλί. Έτσι και εγώ, είμαι ένα ιδιαίτερο χειροποίητο χαλί, με τη δική μου προσωπικότητα, τη δική μου ταυτότητα, καμωμένος για σπουδαία πράγματα, συνήθιζε να μου επαναλαμβάνει καλοκάγαθα ο καημένος ο πατέρας με μια υποψία υπερηφάνειας στη φωνή. Όμορφα λόγια που πρόωρα σκόρπισαν στον άνεμο. Και μετά… η κατρακύλα. Στο σχολείο ήμουν το ορφανό, ενώ στο σπίτι με προϋπαντούσαν καθημερινά οι γαϊδουροφωνάρες και οι προσβολές του «καινούργιου» μου πατέρα, που «ευτυχώς ανέλαβε να προστατεύσει την οικογένειά μας, να καλοπαντρέψει την αδερφή σου και να σώσει από βέβαιη καταστροφή την επιχείρηση», έλεγε και ξανάλεγε η μάνα σαν χαλασμένο πικάπ. Περιττό να αναφέρω ότι για «φορολογικούς λόγους» το μαγαζί του πατέρα πέρασε στα χέρια του τυράννου μου και εγώ πλέον έχω απομείνει με δύο επιλογές: Να συνεχίσω να εργάζομαι ως υπάλληλος στη βιοτεχνία ή να κυνηγήσω το πάθος μου στην ψωροσχολή «που σου πήρε τα μυαλά με δήθεν καλλιτεχνίες, σπουδάγματα και κουραφέξαλα και καλούμαι εγώ τώρα να πληρώσω τη λυπητερή για πάρτη σου», κρατάει το ίσο ο πατριός, δοθείσης -άμα λάχει- της ευκαιρίας.
Τι με έπιασε τώρα και τα σκαλίζω; Γιατί καταπιάνομαι πάλι με τη μιζέρια τους, ενώ αυτό που πραγματικά με καίει είναι ότι εδώ και δύο εβδομάδες δεν έχω καμία επικοινωνία με τη μικρή; Αυτή που μπήκε σαν σίφουνας στην ζωή μου και με έκανε είκοσι έξι χρονών μαντράχαλο να ονειρεύομαι χωρίς να κοιμάμαι. Αυτή, που με μάγεψε εκείνο το πρωινό στην καφετέρια της σχολής με τις αφελείς, αλλά συνάμα τόσο χαριτωμένες παρατηρήσεις της για τον Καραβάτζο. «Έχω την αίσθηση ότι το κιαροσκούρο χρησιμοποιούνταν ήδη από τον 5ο αιώνα στις περίφημες σκιαγραφίες του Απολλόδωρου», της επισήμανα. Μου ζήτησε να της γράψω το σενάριο για μια ταινία μικρού μήκους που αφορούσε το Μπαρόκ. Σιχάθηκε, μου εξομολογήθηκε, την επαρχιώτικη νοοτροπία που επικρατεί στους καλλιτεχνικούς κύκλους της πρωτεύουσας και αποφάσισε να αφοσιωθεί στην Ευρωπαϊκή Φιλμογραφία με την ευγενική χορηγία του πατρός της. Και έτσι απλά, ξεκίνησε η «συνεργασία» μας.
Κάθε απόγευμα επί τέσσερις μήνες στρατοπέδευε, όπως έλεγε χαρακτηριστικά, στη γκαρσονιέρα μου, προκειμένου να επιβλέπει την πρόοδο της εργασίας. Μ’ ένα τσιγάρο μόνιμα αναμμένο στο δεξί της χέρι, καθισμένη με χάρη οκλαδόν στο περσικό χαλί, διόρθωνε βιαστικά μια περίοδο εδώ, ένα σημείο στίξης εκεί, τονίζοντάς μου με απαράμιλλη τσαχπινιά πόσο την παιδεύουν τα ορνιθοσκαλίσματά μου. «Μάλλον θα διεκδικήσω κι εγώ πνευματικά δικαιώματα, αφού εγώ είμαι αυτή που πρέπει να περάσω το χειρόγραφο στον υπολογιστή, Άρη», δήθεν γκρίνιαζε τραβώντας το «ρο» του καινούργιου μου ονόματος, μιας και το Αριστείδης της ακουγόταν μικροαστικό και πληκτικά μπανάλ.
Παρά τα πειράγματά της για το «παλατάκι» μου, δηλαδή την γκαρσονιέρα μου, για το ξεχαρβαλωμένο μου άδειο ψυγείο, για την απουσία υπολογιστή και αυτοκινήτου, μια ματιά της, ένα χαμόγελό της μου αρκούσαν, δίνοντάς μου δύναμη να συνεχίσω. Δεν τόλμησα ποτέ να της μιλήσω για το καθημερινό τρίωρο που κουβάλαγα κιβώτια στο συνοικιακό σουπερμάρκετ για να πληρώνω το νοίκι, να γεμίζω το ψυγείο με το αγαπημένο της Perrier και φρέσκα λεμόνια ούτε για το ότι το έκοβα απ’ το σπίτι στη σχολή ποδαράτος, μιας και δε μου περίσσευαν ούτε για τα ναύλα. Το μόνο που λαχταρούσα, ήταν να κερδίσω μια θέση στην καρδιά της. Και κυρίες και κύριοι, είμαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω ότι τα κατάφερα!
Δεν παν να λένε ότι έφυγε με τον νέο της σύντροφο για Ιταλία… Δεν ήταν εδώ τα φαρμακερά κουτσομπόλικα φίδια εκείνο το βράδυ που ολοκλήρωσα το σενάριο. Εκείνο το βράδυ, που με αγκάλιασε σφιχτά και με φίλησε τρυφερά στο μάγουλο σιγοψιθυρίζοντάς μου: «Σε λατρεύω, Άρρρη!» Γιατί επιτρέπω στις αδίστακτες έχιδνες να χύνουν το δηλητήριό τους, να σπιλώνουν την ανάμνησή της; Αφού είναι εδώ… Ανεξίτηλα αποτυπωμένη στο μοναδικό κειμήλιο που μου κληροδότησε ο πατέρας, στο χειροποίητο χαλί μου.
Ξαπλωμένος πάνω του, αγγίζω απαλά το σημαδάκι που άφησε η καύτρα από το τσιγάρο της, μέχρι που το δάχτυλό μου ενώνεται με την καψαλισμένη λακουβίτσα. Τα μαλλιά μου μπλέκονται ανέμελα στα κρόσσια, στο σημείο όπου μια νύχτα μπλέχτηκε το τακούνι της μπότας της, μαδώντας τα ανεπαίσθητα. Αργά, μα σταθερά, νιώθω το σώμα μου να ρευστοποιείται. Τα μόριά μου στριφογυρίζουν παιχνιδιάρικα και αμέσως μετά βυθίζονται αθόρυβα στους μεταξωτούς κόμπους, που βυζαίνουν μεθοδικά την ύπαρξή μου μέχρι να γίνουμε ένα. Ένα αδιαίρετο, αριστουργηματικό σύνολο…
