All posts by paremvasimagazine

Το σκεπτικό της βράβευσης από τα μέλη της Κριτικής Επιτροπής

Πανελλήνιος Εφηβικός Λογοτεχνικός Διαγωνισμός

Μάριος Μώρος, Υπ Δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας-Εκπαιδευτικός

Πρωταρχική αρχή της επιλογής των τριών ποιημάτων που προκρίθηκαν αποτέλεσε η απόδοση του περιεχομένου τους σε μια γλώσσα που να ανταποκρίνεται στον ορίζοντα προσδοκιών μας -ακόμα κι όταν αυτός είναι υψηλός- από το ηλικιακό εύρος όσων συμμετείχαν. Έτσι, προσπαθήσαμε να αναδείξουμε αφιλτράριστες νεανικές φωνές που κομίζουν κάτι το διαφορετικό. Λήφθηκε υπόψη ακόμα η δομή του ποιήματος και ο τρόπος με τον οποίο εκφέρεται ο λόγος· ποιήματα γραμμένα επάνω σε άξονες «μαθητικών» σημειώσεων, όπως γίνεται αντιληπτό, δεν μπορούν να αποδώσουν αυτή την αναγκαία φρεσκάδα. Αντίστοιχα, όπως έγραφε ο Σεφέρης, ούτε ποιήματα-ταγκό, ποιήματα, δηλαδή, που αναλώνονται σε μια γραμμική ιστορία, χωρίς ίχνη λυρισμού, ακόμα και αντιλυρισμού. Η τελική τριάδα, η οποία προέκυψε μετά από ώριμη σκέψη, καθώς έπρεπε να επιλέγουν τρία μόνο από τα πολύ πλούσια σε περιεχόμενο και εκφραστικό τα τρόπους ποιήματα, ανταποκρίνεται όσο το δυνατόν περισσότερο στις προδιαγραφές μιας ποίησης νεανικής, ζωντανής, ασθμαίνουσας από ένταση, που αναζητά τις ρωγμές στο καθημερινό της.

Advertisement

Το σκεπτικό της βράβευσης από τα μέλη της Κριτικής Επιτροπής

Πανελλήνιος Εφηβικός Λογοτεχνικός Διαγωνισμός

Άννα Κουστινούδη, Δρ Αγγλικής Λογοτεχνίας-Εκπαιδευτικός

Εξαιρετικά υψηλό, και αρκετά ελπιδοφόρο για το μέλλον, το επίπεδο γραφής, όπως αποτυπώθηκε μέσα από τις συμμετοχές των πεζών κειμένων των παιδιών του Γυμνασίου. Η πρωτοτυπία, η καλοδουλεμένη πλοκή και ο μεστός λόγος υπήρξαν μεταξύ των κριτηρίων που οδήγησαν στην επιλογή των τριών βραβευθέντων κειμένων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρξαν και αρκετές άλλες αξιόλογες συμμετοχές. Αναλυτικότερα, το πρώτο βραβείο αποδόθηκε στο κείμενο με τίτλο «Το καμένο τριαντάφυλλο», λόγω της πρωτοτυπίας του θέματός του, του σουρεαλιστικού στοιχείου που το χαρακτηρίζει και της ευρηματικής ανατροπής στο τέλος.  Η πρωτοτυπία είναι κάτι που διέκρινε και το δεύτερο βραβευθέν κείμενο με τίτλο «Η πυξίδα της καρδίας», όπως και η γλαφυρή του αφήγηση και οι ωραία δομημένοι χαρακτήρες. Το τρίτο βραβείο, τέλος, αποδόθηκε στο κείμενο με τίτλο «Το παιδί των Χριστουγέννων», χάρη στην καλά δομημένη πλοκή του, τον λιτό, αλλά περιεκτικό λόγο, και το ωραίο μήνυμα που μεταφέρει στο τέλος.

Το σκεπτικό της βράβευσης από τα μέλη της Κριτικής Επιτροπής

Πανελλήνιος Εφηβικός Λογοτεχνικός Διαγωνισμός

Β. Π. Καραγιάννης, Συγγραφέας, Εκδότης Περιοδικού «Παρέμβαση»

Η συμμετοχή στην Κριτική Επιτροπή ενός Εφηβικού Λογοτεχνικού Διαγωνισμού ήταν κάτι το ωραίο και γοητευτικό. Λάβαμε πάνω από 80 ποιήματα μαθητών Γυμνασίου και μέσα στα γραπτά τους μπορούσε κανείς να διακρίνει μια ευαισθησία που σπανίως συναντάται σήμερα. Τα θέματα ποικίλα και πολυδιάστατα, οι ανησυχίες των εφήβων πολλές, άγγιζαν διάφορες πτυχές της σύγχρονης ζωής και κοινωνίας. Την τελική επιλογή καθόρισαν η πρωτοτυπία, ο χειρισμός του λόγου, το λεξιλόγιο, η ικανότητα των μαθητών να αποτυπώνουν τη σκέψη τους στο χαρτί με έναν τρόπο που να σε αφορά. Και πραγματικά υπήρξαν ποιήματα που ξεπέρασαν κατά πολύ το νεαρό της ηλικίας των παιδιών σε δεξιοτεχνία ποιητική και στιχουργική. Αυτό που μένει τελικά είναι η αίσθηση πως η νέα γενιά έχει πολλά να δώσει και πολλά να πει. Εκτός από τα πρώτα βραβεία, υπήρξαν πολλές άλλες αξιόλογες συμμετοχές. Εκείνο όμως που αξίζει, ούτως ή άλλως, είναι η συμμετοχή των εφήβων στη διαδικασία ενός διαγωνισμού και η εξωτερίκευση του μέσα κόσμου τους. Αυτό και μόνον είναι αρκετό. Και καθόλου απλό.

Το σκεπτικό της βράβευσης από τα μέλη της Κριτικής Επιτροπής

Πανελλήνιος εφηβικός λογοτεχνικός διαγωνισμός

Γιώργος Δελιόπουλος, Ποιητής – Φιλόλογος

Πολλές και ενδιαφέρουσες οι μαθητικές συμμετοχές που λάβαμε στην κατηγορία της «Πεζογραφίας Λυκείου». Τα θέματα των διηγημάτων καλύπτουν διάφορες πτυχές της σύγχρονης κοινωνικής, πολιτικής και σχολικής πραγματικότητας: οικονομική κρίση, πανδημία, πόλεμος στην Ουκρανία, ψηφιακή εξάρτηση, άγχος των εξετάσεων, σχολικός εκφοβισμός, ενώ σε ορισμένα διηγήματα πρωταγωνιστούν η τοπική και εθνική ιστορία του 20ού αιώνα. Μέσα από τις λογοτεχνικές ιστορίες που διαβάσαμε αναδύονται ποικίλα και έντονα συναισθήματα, όπως συγκίνηση, έρωτας, απελπισία, οργή και ελπίδα. Στην αξιολόγηση των διηγημάτων λάβαμε υπόψη, εκτός από το ενδιαφέρον του θέματος και τη συναισθηματική υποβολή της πλοκής, την ποικιλία και ποιότητα των εκφραστικών τρόπων που αξιοποίησαν οι μαθητές/-τριες: τα σχήματα λόγου, τις εικόνες, το λεξιλόγιο, την εναλλαγή των αφηγηματικών τρόπων, τα χρονικά επίπεδα αφήγησης κ.ά. Με βάση αυτά τα κριτήρια καταλήξαμε στη δύσκολη επιλογή των τριών βραβευμένων διηγημάτων, καθώς υπήρχαν και αρκετά άλλα διηγήματα, τα οποία επίσης ξεχώρισαν για την εξαιρετική ποιότητα της γραφής τους. Αυτό μας γεμίζει αισιοδοξία, καθώς φαίνεται ότι η νέα γενιά –παρά τα όσα τής καταμαρτυρούν– διαθέτει υψηλό επίπεδο λογοτεχνικής παιδείας και έκφρασης.

Αρνούμαι

3o Βραβείο

Πανελλήνιος Εφηβικός Διαγωνισμός Λογοτεχνίας

Λύκειο ποιήματα

Σταματάκος Παναγιώτης

Κατάξανθη η μοναξιά μόνη με κοιτάζει,
είναι η λήθη, άραγε, που ευθύνεται ή η λύπη γι’ αυτήν;

Αρνούμαι να ξεχάσω.

Μόνο του ένα σημείο με μια κόκκινη ακτίνα του ήλιου.
Μέχρι κι αυτός νοστάλγησε τη μοναξιά του!
Αστρόφεγγος ουρανός, περασμένες δώδεκα.
Της τρίτης της γραμμής το τρένο άδειο παραμένει.
Πάγωσα για μια στιγμή και είδα μόνο τον ουρανό.
Απροσπέλαστες μνήμες μοναξιάς και μάζας συνάντησα…
Πελάγιος εκμηδενισμός!
Άφησα εκείνο το στίγμα στο γνωστό σημείο. Εκείνο!
Μαύρη έρημος, σταγόνα η ροή του, άσηπτo.
Καταρρέει και ακόμα παραμένει το ίδιο!
Άρνηση.

Λεύκινη βιτρίνα, αδυσώπητη πραγματικότητα, όπως εκείνη.
Επίπλαστη παραμένει εκεί, στο γνωστό σημείο…

Αρνούμαι.

Άφθαρτο το περιεχόμενό της. Βάζα πλατιά, υαλικά σπασμένα.
Άνοιξα να δω και χάθηκα μέσα της. Δεν είχα διέξοδο.

Άρνηση και σιγή.

Καρτερώ το ένα απ’ τα σπασμένα. Έναν καθρέπτη! Ας είναι φθαρμένος.

Το θέατρο ξεκίνησε… Πήραμε πρόγραμμα.
Οι θεατές άφαντοι.
Οι ηθοποιοί περιμένουν.
Ξαφνικά, ακούγεται μια φωνή απ’ τα βάθη:
«Αρνούμαι να παίξω!»
Από ‘κείνη τη βιτρίνα θα ‘ταν. Δεν είμαι και σίγουρος.
Αρνούμαι να το διαπιστώσω.
Κοιτάω δεξιά και τη βλέπω.
Τώρα μάλλον τελείωσε και χάθηκε…

Ύπαρξη

2o Βραβείο

Πανελλήνιος Εφηβικός Διαγωνισμός Λογοτεχνίας

Λύκειο ποιήματα

Ντακομίτη Ειρήνη

Μου ‘δειξαν την ζωή,
μα εγώ μπερδεύτηκα.
Μου μίλησαν γι’ αυτήν και σάστισα.
Οι λέξεις και τα λόγια ήταν άγνωστα.
Τα χρώματα κι αυτά,
σαν να ‘ταν ψεύτικα.

Οι μέρες, οι ώρες, οι ρυθμοί, οι ρόλοι οι πολλαπλοί
και οι χυδαίοι ήταν ανίεροι και σκοτεινοί.
Με τράβηξαν γερά,
με εγκαθίδρυσαν σαν να ‘μουν
πράγμα ή κάτι άλλο,
που επέλεξαν χωρίς να με ρωτήσουν.

Σαν είδα τ’ άστρα χαμογέλασα,
έδειξα προς τα εκεί με νόημα,
μα με αγνόησαν.
Δεν είδα στ’ άστρα αρχή και τέλος.
Είδα την ύπαρξη που ήδη υπήρχε εξ αρχής,
κι είδα το νόημα των όλων
και μίλησα με λέξεις που δεν νόησαν,
με περιγέλασαν, μα εγώ, είδα..
Είδα πως είμαι μια πνοή
μέσα σε πνεύμα φωτεινό που πάντα υπήρχε.
Είδα πως σε λήθαργο ζει το μυαλό,
μες της ζωής τους τεχνητούς κανόνες.

Είδα στα σύννεφα τον λόγο της ζωής
και στα ποτάμια άκουσα την σοφία της.
Είδα την πιθανότητα να μην υπάρχω γι’ αυτούς και γέλασα.
Γιατί η ύπαρξη είμαι εγώ,
και εγώ είμαι η ύπαρξη.

Οκτώ του μήνα

1o Βραβείο

Πανελλήνιος Εφηβικός Διαγωνισμός Λογοτεχνίας

Λύκειο ποιήματα

Κυριαζοπούλου Χαρίκλεια

Τα πουλιά σε ξυπνούν. Κελαηδούν, πονούν.
Μα ποιος νοιάζεται;
Μόνον εσύ κουράζεσαι και βαριά μοιράζεσαι μια μικρή τράπουλα,
που ανάθεμά την… σε κάνει να κλαις.
Οκτώ του μήνα και εσύ αλλάζεις.
Φεύγεις απ’ τα μονοπάτια που σου άνοιξε η κούνια σου.
Φοράς καινούργια ρούχα και πας να υποδεχτείς το νέο σου μονοπάτι.
Θα είναι σκληρό; Σκοτεινό; Ή μήπως ευχάριστο;
Εσύ διαλέγεις.
Λησμονάς την παλιά σου γειτονιά.
Εκείνη, που βρισκόσουν με το παρεάκι σου
και χόρευες ξέφρενα κάτω από την σελήνη.
Κάθεσαι και κοιτάς παλιές αναμνήσεις που ξέρεις ότι δεν θα ξαναζήσεις.
Βάζεις τέρμα τους σταθμούς που παίζουν με αλλιώτικους ρυθμούς. Ρεμπέτικους. Σταματάς και κοιτάς ψηλά για να δεις τ’ αστέρια,
μα βλέπεις μόνο το άπειρο, το άγνωστο. Νιώθεις πνιγμένη.
Άραγε, δεν μπορείς να κολυμπήσεις;
Η τράπουλα σιγά σιγά θα αρχίσει να τελειώνει.
Τα χαρτιά που κρατάς όσο πάει και λιγοστεύουν.
Μα εσύ δεν φαίνεσαι χαρούμενη.
Κοιτάς μακριά σ’ ένα σκοτεινό τούνελ, μα δεν βλέπεις τη νίκη να ‘ρχεται.
Τα μάτια σου ραγισμένα και η ψυχή σου ακούει μόνο στα τραγούδια του πόνου.
Πάλι κλαις; Μα γιατί κλαις;
Μοιράστηκε η τράπουλα και σου δόθηκαν επτά φύλλα, είτε το ήθελες είτε όχι.
Εσύ έπαιξες. Εσύ επέλεξες να είναι έτσι.
Αύριο όμως, ξημερώνει μια νέα μέρα και η τράπουλα θα ξαναμοιραστεί.
Άραγε, ποια θα είναι η πρώτη σου κίνηση;

Οι αναβάτες του ονείρου

3o Βραβείο

Πανελλήνιος Εφηβικός Διαγωνισμός Λογοτεχνίας

Λύκειο πεζά

Αλεξόπουλος Παναγιώτης

Τα βλέφαρά μου πετάρισαν, καθώς άκουσα το χαρακτηριστικό κουδούνισμα απ’ το ξυπνητήρι. Νιώθοντας το σώμα μου να μυρμηγκιάζει, έγειρα και κοίταξα προς το κομοδίνο δίπλα στο προσκέφαλό μου. «Οκτώ!» αντίκρισα, αρχικά με απροθυμία το ρολόι, αλλά στη συνέχεια η καρδιά μου κόντεψε να εκραγεί. Νευριασμένος, έκλεισα το ξυπνητήρι και με μανία πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι μου, πετώντας από πάνω μου τα σεντόνια που με αγκάλιαζαν. Άρχιζα να φοράω ό,τι πιο πρόχειρο έβρισκα μέσα στη ντουλάπα μου και έτρεξα προς το μπάνιο, για να ετοιμαστώ γρήγορα. Φαίνεται μέσα στον ενθουσιασμό μου, το προηγούμενο βράδυ, πρέπει να με είχε πάρει κατά λάθος ο ύπνος, ξεχνώντας τελείως τη σημερινή εκδρομή. «Ανεπίτρεπτο!» σκέφτηκα, καθώς έπλενα το πρόσωπό μου κι άρχισα να κατεβαίνω προσεχτικά τις σκάλες, ώστε να μην ξυπνήσω τους γονείς μου και ακούσω κανέναν εξάψαλμο πρωινιάτικα. Μονομιάς και με σβελτάδα, βγήκα έξω απ’ το σπίτι κλείνοντας πίσω μου την κεντρική πόρτα του σπιτιού. Ήταν Κυριακή και επιτέλους είχε φτάσει η στιγμή που για μια ακόμα φορά θα «τιθάσευα» ξανά το ποδήλατό μου και μαζί με το φίλο μου, θα παίρναμε σβάρνα τις πεδιάδες κι όλα τα βουνά που θα συναντούσαμε στο διάβα μας…
Τόσο πολύ μου άρεσε το ποδήλατο! Για την ακρίβεια, τόσο πολύ το αγαπούσαμε εγώ και ο φίλος μου, που μπροστά του δεν λογαριάζαμε ούτε μπάλα ούτε καμιά άλλη διασκέδαση. Για εμάς είχε ψυχή, ήταν ζωντανό, ήταν το όνειρο που μας νανούριζε τα βράδια. Περιμέναμε με αγωνία την ώρα που θα σκύβαμε πάνω στο τιμόνι και πλάι πλάι θα εξερευνούσαμε γεμάτοι χαρά το χωριό και τα γύρω περίχωρά του, κάνοντας εκείνες τις μεγάλες βόλτες, όπως τις αποκαλούσαμε «ποδηλατάδες». Αυτή τη φορά, όμως, είχα αργήσει και γι’ αυτό έφυγα απευθείας για το σημείο, όπου άφηνα το ποδήλατό μου και ευθύς αμέσως, αγκάλιασα το τιμόνι του. Ο σφυγμός μου δυνάμωσε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έκανα να βγω από την αυλή, ενώ τα χέρια μου άρπαξαν, χωρίς δισταγμό, τη δερμάτινη σέλα του και δίνοντας ώθηση με το αριστερό μου πόδι, βρέθηκα επιτέλους «καβάλα στο όνειρο». Το δροσερό αεράκι με χάιδεψε και για λίγο, ένιωσα σαν τα πρωινά της Δευτέρας, που ξύπναγα για να πάω σχολείο και κατσούφιασα. Κοιτάζοντας τριγύρω, αντίκρισα τα διπλανά χωράφια που ποτισμένα απ’ τη φθινοπωρινή υγρασία του Οκτώβρη, σκεπάζονταν απ’ τη σκιά των γύρω ελαιόδεντρων. Κατευθύνθηκα προς το σπίτι του φίλου μου και πριν φτάσω εκεί, προς μεγάλη μου ανακούφιση, διέκρινα τη λεπτή του σιλουέτα, να στέκεται ισορροπώντας πάνω στο ποδήλατό του.
Είχε περιποιημένα καστανά μαλλιά κι ένα μικρό αχνό μουστάκι να διαγράφεται κάτω απ’ τη μύτη του. Ήταν πολύ αστείος και μερικές φορές, αρκετά επίμονος. Ήμασταν συνομήλικοι και από μικροί θυμάμαι πως κάναμε παρέα. Ήταν όμως, όπως λένε, αρκετά «Άγγλος» στα ραντεβού του και η αργοπορία μου τον είχε νευριάσει αρκετά εκείνη την ημέρα. Έτσι, μόλις τον πλησίασα, του εξήγησα κατευθείαν τον λόγο της αργοπορίας μου και εκείνος ξέσπασε σε γέλια, όπως κι εγώ.
«Πού πηγαίνουμε;» τον ρώτησα, καθώς αυτός συνήθως έβγαζε το σχέδιο της πορείας μας.
«Α, αυτό είναι έκπληξη!» μου έγνεψε και οι δύο μαζί ξεκινήσαμε προς το χωριό. Για να λέμε την αλήθεια, το χωριό μας δεν ήταν και το μεγαλύτερο, ούτε το πιο εξωτικό. Ήταν ένα συνηθισμένο γραφικό χωριό, καταχωνιασμένο στην άκρη της δυτικής Πελοποννήσου και χτισμένο στις ρίζες ενός ανάγλυφου βουνού, που έφερε το όνομα «Φραγκοπήδημα». Δεν μας πήρε πολύ, ώσπου φτάσαμε στην κεντρική πλατεία. Ένας μεγάλος πλάτανος έστεκε και αρκετά παλαιά πλήθυνα σπίτια τον περικύκλωναν. Κάμποσοι μεγάλοι μάς φώναξαν απ’ τους γύρω καφενέδες να κοπιάσουμε να μας κεράσουν, όμως εμείς συνεχίσαμε το δρόμο μας, χωρίς να τους δώσουμε σημασία, μέχρι που απομακρυνθήκαμε απ’ την κεντρική πλατεία.
Ξαφνικά και απρόοπτα, ο φίλος μου έστριψε απότομα σε μια αριστερή στροφή και βρεθήκαμε μπροστά σε μια τεράστια ανηφόρα που έμοιαζε να επικοινωνεί με τους ουρανούς…
Πήρα μια βαθιά ανάσα έντρομος και κοίταξα τον φίλο μου. «Μην τη φοβάσαι. Να ξέρεις πάντα, πως μετά από κάθε ανηφόρα, ακολουθεί και μια κατηφόρα», μου είπε κι εγώ γέλασα με το γνωμικό του, καθώς ξεκινούσα την ανάβαση, η οποία τελικά αποδείχθηκε πολύ κουραστική. Είχα, όμως, την περιέργεια να συνεχίσω και να φτάσω στην κορυφή. Μετά από λίγα μέτρα ήταν που πρόσεξα μια ξεθωριασμένη πινακίδα που έγραφε «Αγιάννης» και κάπως έτσι πίστεψα πως αυτός ήταν ο τελικός προορισμός μας. Ο τόπος τριγύρω μας ήταν άγονος, γεμάτος πέτρες, στις οποίες ανάμεσα έβλεπες να πετιούνται φασκόμηλα, χαμομήλια, και πολλά άλλα αρωματικά φυτά, τα οποία ευωδίαζαν το σκηνικό με το άρωμά τους. Χρειάστηκε ν’ ανέβουμε ψηλότερα για να προσέξω -λαχανιάζοντας- το μικρό παρεκκλήσι που ήταν σκαρφαλωμένο στην κορυφή του λευκού βράχου κι από μέσα μου θαύμασα το μικρό ανοιχτόχρωμο κτίριο με το σταυρό στην κορυφή του. Ήδη είχαμε κουραστεί. Βλέποντας, όμως, πως η ανταμοιβή των κόπων μας πλησίαζε, σηκώσαμε «όρτσα» το πετάλι και με ορθοπεταλιές τραβήξαμε για τον τελικό προορισμό μας.
Μετά από λίγο, ο φίλος μου κι εγώ τοποθετήσαμε κατάκοποι σε μια γωνιά τα ποδηλατά μας και πλησιάζαμε με κομμένη την ανάσα στην αυλή της μικρής εκκλησίας, η οποία ήταν φραγμένη από μια τσιμεντένια μάντρα με παγκάκια γύρω της. Περπατήσαμε προς αυτήν και σε κάθε μας βήμα, ο ενθουσιασμός μας μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Όταν τελικά φτάσαμε δίπλα στη μάντρα, είδαμε όλο τον κάμπο που ανοιγόταν εμπρός μας. Σταυροκοπήθηκα, καθώς αγνάντεψα σαν τον Θεό από τόσο ψηλά το μικρό χωριό, τα σπίτια του, το σχολείο και τη μεγάλη εκκλησία με τα δυο θεόρατα καμπαναριά της. Τα χωράφια χωρίζονταν μεταξύ τους με περιφράξεις και έμοιαζαν σαν μπαλώματα πάνω στο μανδύα της γης, ενώ στο βάθος η θάλασσα του Κατακόλου καθρεφτιζόταν στο απέραντο γαλάζιο τ’ ουρανού. Ένιωσα το χέρι του φίλου μου να με ακουμπάει στον ώμο. Συνέχισα το σεργιάνι απορροφημένος. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος και τα σύννεφα έφτιαχναν περίεργα σχήματα στην θολωτή επιφάνειά του. Κοίταξα τον ήλιο, ώστε να βεβαιωθώ πως δεν ονειρευόμουν. Έπειτα ο φίλος μου, το ίδιο συναισθηματικά φορτισμένος με μένα, έκανε τα χέρια του σαν χωνί και με τρανταχτή φωνή έστειλε στο κενό το μήνυμα: «Αυτός είναι ο κόσμος μας, αυτή είναι η ζωή μας. Αυτό είναι το όνειρο, που μας προσφέρει το ποδήλατο!»

Τικ τοκ

2o Βραβείο

Πανελλήνιος Εφηβικός Διαγωνισμός Λογοτεχνίας

Λύκειο πεζά

Καραγιάννη Βασιλική-Μελιτίνη

Τικ τοκ… Αυτόν τον ήχο άκουγε τα τελευταία 10.567 δευτερόλεπτα, μην δίνοντάς του σημασία. Ούτε σ’ αυτόν, ούτε στον απελπισμένο ήχο που έκανε το στυλό έναντι στο χαρτί, σαν μια μάχη για το ποιος θα βγει νικητής. Όχι, δεν τους άκουγε τόση ώρα αυτούς τους ήχους, τόσο συγκεντρωμένη που ήταν στο γραπτό της, γράφοντας θεωρίες και πολύπλοκες αιτιολογήσεις, λες και η ζωή της εξαρτιόταν απ’ αυτό. Το ρολόι, η πηγή του ήχου, φάνταζε τόσο μακριά. Τώρα, όμως, που είχε αφήσει κάτω το στυλό της, αυτοί οι ήχοι τρύπωναν μέσα στο εξαντλημένο απ’ την κούραση μυαλό της, κάνοντας τις σκέψεις της θολές. Οι λέξεις που η ίδια είχε γράψει λίγο πριν, άρχισαν να εγκαταλείπουν το χαρτί και να λικνίζονται μπροστά στα μάτια της.
Τικ τοκ… Ο ήχος που την πήγαινε πίσω στις αναμνήσεις των τελευταίων εννέα μηνών, στις οποίες πάντα υπήρχε ένα ρολόι. Ένα ρολόι που ήταν υπεύθυνο για την αντίστροφη μέτρηση της τρίτης Λυκείου.
Τικ τοκ… Στην πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς, «την τελευταία πρώτη μέρα», όπως την αποκαλούσαν όλοι. Όταν τα παιδιά της τάξης της είχαν μαζευτεί στην αίθουσα και είχαν κοιταχτεί, ξινίζοντας με τα άτομα που θα είχαν ν’ αντέξουν όλη την χρονιά. Παράπονα ακούγονταν στο το τέλος της σχολικής ημέρας, όταν τα παιδιά έτρεχαν στα καφέ, να προλάβουν ένα τραπέζι μέσα στον όχλο των μαθητών. Ξεχνιόντουσαν όμως; Ένιωθαν τη ζέστη να χαϊδεύει γλυκά το δέρμα τους, εκτιμώντας το καλοκαίρι, που δεν ήταν ακόμα έτοιμο να τους αφήσει.
Τικ τοκ… Στο πρώτο της ξενύχτι. Εκείνο το βράδυ, που είχε κοιτάξει την σωρό με τα βιβλία, τα οποία φαινόντουσαν λες και την χλεύαζαν σιωπηλά και είχε καταλάβει ότι δεν θα γλίτωνε τους μαύρους κύκλους την επόμενη μέρα. Η μητέρα της είχε μπει δειλά δειλά στο δωμάτιο και την είχε παρακαλέσει να πάει να κοιμηθεί, να ξεκουραστεί, αλλά εκείνη είχε παραμείνει σκυμμένη πάνω απ’ το τετράδιο, αγνοώντας το μελανί που είχε ποτίσει το δέρμα των δαχτύλων της.
Τικ τοκ… Στην πρώτη μέρα που είχε συνειδητοποιήσει πόσο μοναχική ήταν… Πως είχε χαθεί από τις παλιές παρέες. Το πως δεν είχε πλέον την όρεξη να προσποιηθεί στο τηλέφωνο και είχε σταματήσει να καλεί τους φίλους της, βρίσκοντας φθηνές δικαιολογίες για να τους αποφύγει. «Ούτως ή άλλως, δεν θα καταλάβαιναν», έλεγε στον εαυτό της. Κανείς δεν μπορούσε να μπει στο μυαλό της.
Τικ τοκ… Στον πρώτο της κακό βαθμό. Όταν είχε κοιτάξει το τσαλακωμένο χαρτί γεμάτο με κόκκινες σημειώσεις και μουτζούρες, οι οποίες έπεφταν πάνω στην καρδιά της σαν πέτρες λιθοβολισμού. Είχε διαβάσει τόσο καιρό γι’ αυτήν την εξέταση. Κι όλα ήταν για το τίποτα. Το ίδιο βραδύ, είχε κλειστεί στο δωμάτιο της, προλαβαίνοντας ίσα ίσα να κλείσει την πόρτα, πριν τα δάκρυα αρχίσουν να πέφτουν σαν καταρράκτες απ’ τα μάτια της, νοτίζοντας το χαλί κάτω απ’ τα πόδια της όσο αυτή έπεφτε, μέχρι να χτυπήσουν τα γόνατά της στο πάτωμα. Μέχρι να καταρρεύσει δίπλα στο κρεβάτι της και μέχρι να κλείσει το στόμα της σφιχτά με το χέρι της για να μην την ακούσει κανένας στο σπίτι.
Τικ τοκ… Στην περίοδο λίγο πριν της γιορτές των Χριστουγέννων, όταν όλοι οι μαθητές δεν μπορούσαν να κρατήσουν όρθιο το κεφάλι τους στη διάρκεια των μαθημάτων και τα μάτια τους έκλειναν νυσταλέα. Παρόλα αυτά, όλοι είχαν σηκωθεί απ’ τα θρανία τους για να κρεμάσουν ο καθένας απ’ ένα στολίδι στο μικρό δεντράκι της τάξης. Εκείνη θυμάται τον εαυτό της να κρεμάει μια χρυσή μπάλα και να γυρνάει στους συμμαθητές της. Είχε βρει περισσοτέρους απ’ όσους περίμενε να την παρακολουθούν με χαμόγελο στα χείλη τους. Τους το είχε ανταποδώσει.
Τικ τοκ… Στο πρώτο σαββατόβραδο που είχε βγει με τους συμμαθητές της για φαγητό. Συγκεκριμένα, σ’ εκείνη την ώρα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, όπου η μουσική είχε δυναμώσει και όλοι τους τραγουδούσαν παράφωνα μαζί της. Τριγύρω τους, τα πάντα ήταν λίγο πιο ελεύθερα, λίγο πιο θολά. Η γλυκιά μυρωδιά του κρασιού είχε καλύψει τις άσχημες στιγμές.
Τικ Τοκ… Στις Απόκριες, όταν όλοι είχαν εμφανιστεί στο σχολείο με τα καθημερινά τους ρούχα και οι πάντες τους ρωτούσαν τι είχαν ντυθεί. «Ηλεκτρολόγος, ηθοποιός, Βιολόγος, Δικηγόρος…» Μία μία, τα όνειρά τους είχαν μαζευτεί σ’ αυτές τις μικρές λεξούλες. Σ’ αυτές τις λέξεις, οι οποίες ήταν τόσο απρόσωπες για κάποιους, αλλά για εκείνους σήμαιναν τα πάντα. Ή ακόμα και φράσεις όπως «Δεν είμαι σίγουρη ακόμα», «δεν έχω πάρει κάποια απόφαση», οι οποίες έκρυβαν από πίσω τους τις αχτίδες της ελπίδας.
Τικ τοκ… Στην ημέρα που είχε αφήσει πίσω τους ενδοιασμούς της και είχε φιλήσει εκείνο το αγόρι που την έκανε να χαμογελά, όταν η καρδιά της ένιωθε βαριά. Δεν είχε, πλέον, νόημα να κρύβεται πίσω απ’ την δικαιολογία ότι θα την πήγαινε πίσω ένας έρωτας. Δεν είχε νόημα να προσποιείται πως εκείνος δεν έκανε την ζωή της καλύτερη.
Τικ τοκ… Στην εβδομάδα που είχε γκρεμίσει τους τοίχους που είχε υψώσει γύρω της και είχε αγκαλιάσει τους γονείς της, είχε πάρει τηλέφωνο τους φίλους της και είχε βγει έξω στη βροχή, αφήνοντας τις δροσερές στάλες να της θυμίσουν πως υπήρχε ομορφιά εκεί έξω. Πως δεν ήταν αδυναμία να παραδεχτεί τα συναισθήματά της. Δεν ήταν αδυναμία να αφήσει αυτούς που την αγαπούσαν να τη βοηθήσουν. Στην ημέρα που το βάρος είχε αρχίσει να χαλαρώνει.
Τικ τοκ… Στις τελευταίες εβδομάδες, που κανένας δεν έβγαινε απ’ το σπίτι του, παρά μόνο για να πάει στο φροντιστήριο. Στις τελευταίες μέρες, που η παρέα της ήταν στοίβες βιβλία και στην εικόνα των φίλων της στο κινητό, οι οποίοι της κρατούσαν συντροφιά στο ολιγόλεπτο διάλειμμα απ’ το διάβασμα.
«Το έχεις. Καιρός να το πιστέψεις!» Τικ τοκ.. Δάκρυα. Τικ τοκ.. Αγκαλιές. Τικ τοκ… Ελπίδα
Τικ Τοκ, τικ Τοκ, τικ Τοκ, τικ Τοκ, τικ Τοκ.
«Τέλος της εξέτασης».
Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της. Κοίταξε τα υπόλοιπα παιδιά, με βλέμματα χαμένα, αποπροσανατολισμένα. Με κουρασμένα βλέμματα, που σιγά σιγά συνειδητοποιούσαν τι είχε συμβεί. Βλέμματα που δειλά δειλά έλαμψαν. Χαρούμενα βλέμματα, που μετατράπηκαν σε γέλια και σε κλάματα. Κλάματα από χαρά, όχι λύπη.
Τικ τοκ… Όλα είχαν τελειώσει.
Τικ τοκ… Η ζωή είχε μόλις ξεκινήσει.

Το Χαλί

1o Βραβείο

Πανελλήνιος Εφηβικός Διαγωνισμός Λογοτεχνίας

Λύκειο πεζά

Ντάγκας Νικόλας

Το χειροποίητο χαλί είναι ένα έργο τέχνης, τολμώ να πω. Με την τεχνική του «abrash», το νήμα, μάλλινο ή μεταξωτό, βάφεται με χρωστική ύλη, η οποία δεν έχει ποτέ ακριβώς την ίδια απόχρωση. Το δε δέσιμο των κόμπων, είναι ασύμμετρο και το ακριβές μήκος των κροσσιών εξαρτάται από την ύφανση. Τέλειο, αν και ουσιαστικά ατελές, το χειροποίητο χαλί αποκτά με αυτόν τον τρόπο χαρακτήρα, γοητεία, μοναδικότητα. Τάδε έφη Αριστείδης Καρπετόπουλος, εν Τζιτζιφιές, το σωτήριον έτος 2022, κάτοχος ενός χειροποίητου περσικού χαλιού Shishla, διαστάσεων 183×120, ανάξιος συνεχιστής της πρώην οικογενειακής επιχείρησης εμπορίας χειροποίητων χαλιών, φοιτητής στην Καλών Τεχνών και επί του παρόντος… άφραγκος.
«Ανεπρόκοπος!» με επαναφέρει στην πεζή πραγματικότητα ο πατριός μου, θρονιασμένος στην πολυκαιρισμένη πολυθρόνα του πατέρα, έτοιμος να πάρει τον μεσημεριανό του υπνάκο. Αντί επιλόγου, ρεύεται μεγαλόπρεπα το κυριακάτικο στιφάδο της μάνας και ακολούθως, βρυχώμενος παράφωνα, παραδίνεται στην αγκαλιά του Μορφέα.
«Έχει κι αυτός τις σκοτούρες του με την Αθηνούλα», αρχίζει πάλι χαμηλόφωνα το τροπάριο η μάνα. Βέβαια… χολοσκάει με την ανακαίνιση του διώροφου στην Κηφισιά. Και εγώ τι να πω, ρε μάνα… «Που με πουλήσατε φθηνά και εσύ και αυτή, εγκλωβισμένος στην ημιυπόγεια γκαρσονιέρα, με θέα τον φωταγωγό και τις σωληνώσεις να βογγάνε κάθε φορά που κάποιος από τους υπόλοιπους ενοίκους τραβάει καζανάκι;» διαμαρτύρομαι σιωπηλά. Τείνω το μάγουλό μου για το τυπικό φιλί, αρπάζω τη σακούλα με τα τάπερ για την αδερφή μου, την Αθηνά, και αντί απάντησης, τσαλακώνω με πείσμα το δεκάευρο που μου ‘χωσε η μάνα στη χούφτα, μπας και μου επιβεβαιώσω τον τίτλο του παραχαϊδεμένου παιδιού για τα θελήματα.
Άραγε, τι σκεφτόμουν πριν τη σύντομη διακοπή για το καθιερωμένο οικογενειακό δράμα; Α, ναι. Το χειροποίητο χαλί. Έτσι και εγώ, είμαι ένα ιδιαίτερο χειροποίητο χαλί, με τη δική μου προσωπικότητα, τη δική μου ταυτότητα, καμωμένος για σπουδαία πράγματα, συνήθιζε να μου επαναλαμβάνει καλοκάγαθα ο καημένος ο πατέρας με μια υποψία υπερηφάνειας στη φωνή. Όμορφα λόγια που πρόωρα σκόρπισαν στον άνεμο. Και μετά… η κατρακύλα. Στο σχολείο ήμουν το ορφανό, ενώ στο σπίτι με προϋπαντούσαν καθημερινά οι γαϊδουροφωνάρες και οι προσβολές του «καινούργιου» μου πατέρα, που «ευτυχώς ανέλαβε να προστατεύσει την οικογένειά μας, να καλοπαντρέψει την αδερφή σου και να σώσει από βέβαιη καταστροφή την επιχείρηση», έλεγε και ξανάλεγε η μάνα σαν χαλασμένο πικάπ. Περιττό να αναφέρω ότι για «φορολογικούς λόγους» το μαγαζί του πατέρα πέρασε στα χέρια του τυράννου μου και εγώ πλέον έχω απομείνει με δύο επιλογές: Να συνεχίσω να εργάζομαι ως υπάλληλος στη βιοτεχνία ή να κυνηγήσω το πάθος μου στην ψωροσχολή «που σου πήρε τα μυαλά με δήθεν καλλιτεχνίες, σπουδάγματα και κουραφέξαλα και καλούμαι εγώ τώρα να πληρώσω τη λυπητερή για πάρτη σου», κρατάει το ίσο ο πατριός, δοθείσης -άμα λάχει- της ευκαιρίας.
Τι με έπιασε τώρα και τα σκαλίζω; Γιατί καταπιάνομαι πάλι με τη μιζέρια τους, ενώ αυτό που πραγματικά με καίει είναι ότι εδώ και δύο εβδομάδες δεν έχω καμία επικοινωνία με τη μικρή; Αυτή που μπήκε σαν σίφουνας στην ζωή μου και με έκανε είκοσι έξι χρονών μαντράχαλο να ονειρεύομαι χωρίς να κοιμάμαι. Αυτή, που με μάγεψε εκείνο το πρωινό στην καφετέρια της σχολής με τις αφελείς, αλλά συνάμα τόσο χαριτωμένες παρατηρήσεις της για τον Καραβάτζο. «Έχω την αίσθηση ότι το κιαροσκούρο χρησιμοποιούνταν ήδη από τον 5ο αιώνα στις περίφημες σκιαγραφίες του Απολλόδωρου», της επισήμανα. Μου ζήτησε να της γράψω το σενάριο για μια ταινία μικρού μήκους που αφορούσε το Μπαρόκ. Σιχάθηκε, μου εξομολογήθηκε, την επαρχιώτικη νοοτροπία που επικρατεί στους καλλιτεχνικούς κύκλους της πρωτεύουσας και αποφάσισε να αφοσιωθεί στην Ευρωπαϊκή Φιλμογραφία με την ευγενική χορηγία του πατρός της. Και έτσι απλά, ξεκίνησε η «συνεργασία» μας.
Κάθε απόγευμα επί τέσσερις μήνες στρατοπέδευε, όπως έλεγε χαρακτηριστικά, στη γκαρσονιέρα μου, προκειμένου να επιβλέπει την πρόοδο της εργασίας. Μ’ ένα τσιγάρο μόνιμα αναμμένο στο δεξί της χέρι, καθισμένη με χάρη οκλαδόν στο περσικό χαλί, διόρθωνε βιαστικά μια περίοδο εδώ, ένα σημείο στίξης εκεί, τονίζοντάς μου με απαράμιλλη τσαχπινιά πόσο την παιδεύουν τα ορνιθοσκαλίσματά μου. «Μάλλον θα διεκδικήσω κι εγώ πνευματικά δικαιώματα, αφού εγώ είμαι αυτή που πρέπει να περάσω το χειρόγραφο στον υπολογιστή, Άρη», δήθεν γκρίνιαζε τραβώντας το «ρο» του καινούργιου μου ονόματος, μιας και το Αριστείδης της ακουγόταν μικροαστικό και πληκτικά μπανάλ.
Παρά τα πειράγματά της για το «παλατάκι» μου, δηλαδή την γκαρσονιέρα μου, για το ξεχαρβαλωμένο μου άδειο ψυγείο, για την απουσία υπολογιστή και αυτοκινήτου, μια ματιά της, ένα χαμόγελό της μου αρκούσαν, δίνοντάς μου δύναμη να συνεχίσω. Δεν τόλμησα ποτέ να της μιλήσω για το καθημερινό τρίωρο που κουβάλαγα κιβώτια στο συνοικιακό σουπερμάρκετ για να πληρώνω το νοίκι, να γεμίζω το ψυγείο με το αγαπημένο της Perrier και φρέσκα λεμόνια ούτε για το ότι το έκοβα απ’ το σπίτι στη σχολή ποδαράτος, μιας και δε μου περίσσευαν ούτε για τα ναύλα. Το μόνο που λαχταρούσα, ήταν να κερδίσω μια θέση στην καρδιά της. Και κυρίες και κύριοι, είμαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω ότι τα κατάφερα!
Δεν παν να λένε ότι έφυγε με τον νέο της σύντροφο για Ιταλία… Δεν ήταν εδώ τα φαρμακερά κουτσομπόλικα φίδια εκείνο το βράδυ που ολοκλήρωσα το σενάριο. Εκείνο το βράδυ, που με αγκάλιασε σφιχτά και με φίλησε τρυφερά στο μάγουλο σιγοψιθυρίζοντάς μου: «Σε λατρεύω, Άρρρη!» Γιατί επιτρέπω στις αδίστακτες έχιδνες να χύνουν το δηλητήριό τους, να σπιλώνουν την ανάμνησή της; Αφού είναι εδώ… Ανεξίτηλα αποτυπωμένη στο μοναδικό κειμήλιο που μου κληροδότησε ο πατέρας, στο χειροποίητο χαλί μου.
Ξαπλωμένος πάνω του, αγγίζω απαλά το σημαδάκι που άφησε η καύτρα από το τσιγάρο της, μέχρι που το δάχτυλό μου ενώνεται με την καψαλισμένη λακουβίτσα. Τα μαλλιά μου μπλέκονται ανέμελα στα κρόσσια, στο σημείο όπου μια νύχτα μπλέχτηκε το τακούνι της μπότας της, μαδώντας τα ανεπαίσθητα. Αργά, μα σταθερά, νιώθω το σώμα μου να ρευστοποιείται. Τα μόριά μου στριφογυρίζουν παιχνιδιάρικα και αμέσως μετά βυθίζονται αθόρυβα στους μεταξωτούς κόμπους, που βυζαίνουν μεθοδικά την ύπαρξή μου μέχρι να γίνουμε ένα. Ένα αδιαίρετο, αριστουργηματικό σύνολο…