Το σπίτι μου, το πατρικό μου

3o Βραβείο

Πανελλήνιος Εφηβικός Διαγωνισμός Λογοτεχνίας

Γυμνάσιο ποιήματα

Κoτρόζου Σοφία

Έφυγα κάποια μέρα δίχως να ξαναγυρίσω,
το πατρικό το σπίτι ν’ αντικρίσω.
Καρδιά μου, οδήγησέ με πάλι πίσω.
Άσε τα πόδια που ζητούν εμπρός να προχωρήσω.
Ζητά το λογικό μου να ξεχάσω το σπίτι εκείνο,
που αγάπησα πολύ.
Μα ξέρω πως όσο θα ζω, δεν θα ησυχάσω
στη θύμηση εκείνου τη σκληρή.
Κήπος ολάνθιστος και γλάστρες σκορπούσαν γύρω, ευωδιά.
Κάτω απ’ τη σκάλα χελιδόνες έφτιαχναν την άνοιξη φωλιά.
Τα δυο πεύκα μού μιλούσαν ως στην ψυχή, τόσο βαθιά
και έγερναν πάνω απ’ την πόρτα τα γέρικά τους τα κλαριά.
Εκεί, μπορούσα ν’ αναπνέω· έκαναν αλλιώτικο αέρα.
Εκεί, ακόμα μες στα στήθια άκουγα χτύπους της καρδιάς,
που σταματήσανε μπροστά σου -ω συμφέροντα- κάποια μέρα.

Έφυγα κάποια μέρα δίχως να ξαναγυρίσω.
Ένιωθα πως και το νέο σπίτι θ’ αγαπήσω.
Θα κάνω μέσα σ’ αυτό νέα αρχή.
Έκανα· έμαθα, όμως, και τι είναι η ζωή.
Έμαθα πως ό,τι ωραίο, χάνεται γρήγορα.
Τούτη η ζωή δεν έχει συναισθήματα
και μόνο μίσος με ποτίζει σιωπηλή.

Ο κήπος, τώρα, δεν υπάρχει.
Τα χελιδόνια είναι μακριά,
δεν αγαπάνε πια τη σκάλα και δεν της χτίζουνε φωλιά.
Μέσα στο σπίτι μεγαλώνουν δυο ξένα, άγνωστα παιδιά.
Κι αυτοί που ζήσανε κι αγάπησαν χάσανε τη μισή καρδιά,
όταν την ζήσαν, κάποια μέρα, δίχως τα γέρικα πλατάνια, τα πουλιά
και σε δυο χέρια παγωμένα της σιδερένιας πόρτας τα κλειδιά.

Advertisement

Δεν είμαι πια παιδί

2o Βραβείο

Πανελλήνιος Εφηβικός Διαγωνισμός Λογοτεχνίας

Γυμνάσιο ποιήματα

Τόμπρου Εμμανουέλα-Αλεξία

Ξυπνάω τη νύχτα απ’ τον κρότο.
Ξυπνάω τη νύχτα απ’ τη φωτιά.
Οι μεγάλοι εξηγούν ότι έχουμε πόλεμο.
Τρέχω να κρυφτώ.

Ξυπνάω τη νύχτα απ’ τις φωτιές.
Ξυπνάω τη νύχτα απ’ τα κλάματα.
Δεν παίζω πια στην αυλή.
Δεν πηγαίνω πια σχολείο.
Δεν βλέπω πια τους φίλους μου.

Οι μεγάλοι εξηγούν τι είναι ο πόλεμος.
Τρέχω να σωθώ.
Στον πόλεμο κερδίζουν οι δυνατοί.
Τον πόλεμο τον κάνουν οι ισχυροί.
Εγώ, όμως, δεν νιώθω πια παιδί.
Δεν είμαι πια παιδί.

Εμπειρία στη θάλασσα

1o Βραβείο

Πανελλήνιος Εφηβικός Διαγωνισμός Λογοτεχνίας

Γυμνάσιο ποιήματα

Μπούκης Χρήστος

Άκουσα μια λέξη, να φωνάζει «βοήθεια».
Την άφησα να βουλιάζει
στην άνυδρη άμμο.

Σύμφωνα και φωνήεντα αλαλάζουν
τώρα στη σιωπή,
όχι για τα πλοία που έφυγαν,
τα σχέδια που ναυάγησαν,
μα για τα πρόσωπα που απέπλευσαν
στα ορμητικά νερά της σκέψης.

Μονάχος πια, επί ματαίω, αποζητώ την αιωνιότητα
-αντίδοτο στη λήθη.
Είμαι, βλέπετε, το τεθλιμμένο άρπισμα του χρόνου.

Το παιδί των Χριστουγέννων

3o Βραβείο

Πανελλήνιος Εφηβικός Διαγωνισμός Λογοτεχνίας

Γυμνάσιο πεζά

Γαβρήλου Αδριανή

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και τα ξωτικά με τη βοήθεια του Άγιου Βασίλη, ετοίμαζαν τα δώρα. Όλα πήγαιναν μια χαρά, όταν ξαφνικά ένα ξωτικό, ο Πιού, φώναξε:
«Η μηχανή κατασκευής των δώρων χάλασε!»
«Χάλασε; Τι εννοείς, χάλασε;»
«Δεν λειτουργεί, Άγιε Βασίλη. Ο μοχλός έσπασε».
«Είναι παραμονή Χριστουγέννων. Σε λίγες ώρες πρέπει να παραδώσουμε τα δώρα σ’ όλα τα παιδιά του κόσμου. Τι θα κάνουμε τώρα;»
«Δεν ξέρω, Άγιε Βασίλη. Σκέψου κάτι. Εσύ είσαι ο αρχηγός μας».
Ο Άγιος Βασίλης κάθισε σιωπηλός να σκεφτεί. Η ώρα περνούσε και τίποτα δεν ερχόταν στο μυαλό του.
«Κάνε ένα θαύμα. Είσαι άγιος! Μπορείς να το κάνεις», τον συμβούλεψε ο Πιού.
«Προσπαθώ, αλλά δεν μπορώ. Τα θαύματα χρειάζονται συγκέντρωση και πίστη και αυτή τη στιγμή δεν έχω τίποτα απ’ αυτά τα δύο».
Μετά από λίγη ώρα σκέψης το αποφάσισε:
«Δεν υπάρχει καμία ελπίδα. Ας πούμε σ’ όλα τα παιδιά του κόσμου πως φέτος δεν θα βρουν δώρα κάτω από το έλατο και ότι τα επόμενα Χριστούγεννα θα βρουν τα διπλά δώρα».
«Όχι, άγιε Βασίλη. Μην τα παρατάς. Θα βρούμε μια λύση».
Τότε, ακούστηκε μια ψιλή φωνούλα έξω από το εργαστήρι:
«Άγιε Βασίλη! Άγιε Βασίλη!»
Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε την πόρτα και είδε ένα μικροκαμωμένο αγοράκι να στέκεται έξω στο κρύο και να τον φωνάζει.
«Έλα μέσα. Θα κρυώσεις!»
«Άγιε Βασίλη! Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη! Ποτέ δεν πίστευα ότι θα σ’ έβλεπα πραγματικά μπροστά μου! Κάθισε στην πολυθρόνα και θα μου τα πεις όλα. Από πού έρχεσαι;»
«Με λένε Νικόλα και είμαι απ’ την Φινλανδία. Ήρθα μέχρι εδώ για να σου ζητήσω μια χάρη».
«Και ποια είναι αυτή η χάρη; Ένα παιχνίδι; Λυπάμαι, αλλά μόλις χάλασε η μηχανή κατασκευής των δώρων».
«Μα, δεν θέλω ένα παιχνίδι».
«Δε θέλεις; Τότε τι θέλεις;»
«Η μητέρα μου είναι πολύ άρρωστη και σύντομα μπορεί να πεθάνει. Ήρθα, λοιπόν, μέχρι εδώ για να σου ζητήσω να την κάνεις καλά».
«Δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι θα τα καταφέρω. Βλέπεις, είμαι πολύ ανήσυχος αυτή τη στιγμή που δεν μπορώ να στείλω στα παιδιά δώρα και τα θαύματά μου δεν δουλεύουν. Τα θαύματα χρειάζονται συγκέντρωση και πίστη».
«Μα, κανένα παιδί δεν θέλει τόσο πολύ τα δώρα. Ξέρουμε ότι δεν τα έχουμε ανάγκη. Ανάγκη έχουμε την ελπίδα. Γι’ αυτό περιμένουμε με τόσο ενθουσιασμό τα Χριστούγεννα. Επειδή, κάθε Χριστούγεννα, βλέποντας τα δώρα, καταλαβαίνουμε πως εσύ υπάρχεις και μας βοηθάς να ξεπεράσουμε κάθε μας δυσκολία. Έτσι γεμίζουμε ελπίδα».
«Αλήθεια το λες αυτό; Δεν θέλετε δώρα;»
«Όχι. Το μόνο που θέλουμε, είναι να καταλάβουμε πως είσαι πάντα στο πλάι μας».
Και τότε, ο Άγιος Βασίλης σκέφτηκε κάτι…
«Το βρήκα! Αύριο το πρωί, θα περάσω από κάθε γωνιά της γης, ώστε να δώσω ελπίδα σε όλους σας. Σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες να το σκεφτώ! Για μένα είσαι το παιδί των Χριστουγέννων».
Ο Άγιος Βασίλης γέμισε πίστη και ελπίδα. Ένα παιδί είχε καταφέρει να λύσει το πρόβλημά του. Και τότε, έκανε θαύματα! Έφτιαξε το μηχάνημα κατασκευής των δώρων και ευχήθηκε μ’ όλη του την ψυχή να γίνει καλά η μητέρα του Νικόλα!
Το επόμενο πρωί, φόρεσε τα καθαρά του ρούχα, έστρωσε τη γενειάδα του, γυάλισε το έλκηθρό του και παρέα με τον Πιού και τον Νικόλα, ανέβηκαν στο έλκηθρο. Πέταξαν ψηλά και έκαναν τον γύρο του κόσμου. Όλοι οι άνθρωποι είχαν βγει στους δρόμους και κοιτούσαν έκπληκτοι το υπέροχο θέαμα. Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τον σάκο του και από μέσα βγήκαν εκατομμύρια δώρα, τα οποία φτιάχτηκαν απ’ το μηχάνημα κατασκευής των δώρων. Τα δώρα έπεφταν σαν βροχή. Όλοι ήταν ευτυχισμένοι. Τότε, σχηματίστηκε στον ουρανό μια λέξη… «ελπίδα».

Η πυξίδα της καρδιάς

2o Βραβείο

Πανελλήνιος Εφηβικός Διαγωνισμός Λογοτεχνίας

Γυμνάσιο πεζά

Ράικου Σοφία

Η μικρή Μαργαρίτα σκαρφάλωσε στα γόνατα της γιαγιάς της και με μάτια που έλαμπαν από ενθουσιασμό άνοιξε το χεράκι της:
«Γιαγιά, κοίτα τι βρήκα!»
Η γιαγιά έσκυψε το κεφάλι της να δει και ένα επιφώνημα έκπληξης βγήκε από το στόμα της:
«Κοριτσάκι μου, πού το βρήκες αυτό;» ρώτησε με μια μικρή ταραχή.
«Στο μπαούλο σου, γιαγιά. Το άνοιξε η μαμά για να πάρει το καφέ τραπεζομάντηλο κι αυτό έπεσε κάτω. Τι είναι;»
Η γιαγιά το πήρε από το χέρι της μικρής και το κοίταξε καλά, σαν να το ‘βλεπε πρώτη φορά. Είχε να το δει τόσα χρόνια, που είχε ξεχάσει την ύπαρξή του. Περίεργο πράγμα που είναι το μυαλό! Πώς κατάφερε να ξεχάσει αυτό που είχε καθορίσει την πορεία της ζωή της;
Οι σκέψεις τώρα έρχονταν σαν βροχή δυνατή και ασταμάτητη. Την πήγαν πίσω, τότε που κι εκείνη ήταν ένα μικρό κοριτσάκι και καθόταν στην αγκαλιά της δικής της γιαγιάς. Μιας γιαγιάς καλοσυνάτης, που συνήθιζε να της λέει ιστορίες και να τη συμβουλεύει μέσα απ’ αυτές. Ένα απόγευμα, λοιπόν, που είχε κουλουριαστεί για άλλη μια φορά στην αγκαλιά της γιαγιάς της, εκείνη της χάρισε μια πυξίδα. Μια μικρή ξύλινη πυξίδα και της είπε να την προσέχει σαν τα μάτια της, γιατί έκρυβε ένα μυστικό. Η Σοφία δεν έδωσε μεγάλη σημασία τότε στα λόγια της γιαγιάς της ούτε τα σκέφτηκε ξανά. Την πυξίδα, στην αρχή την έβαλε δίπλα στο κρεβάτι της και αργότερα, την έβαλε στο συρτάρι της και ‘κει την ξέχασε για αρκετά χρόνια.
Όταν μεγάλωσε και μάζεψε τα πράγματά της για να ξεκινήσει τα δικά της βήματα στην ζωή, τη βρήκε ξανά και συγκινημένη θυμήθηκε τη γιαγιά της. Την τύλιξε σ’ ένα μαντήλι και την έβαλε στην τσάντα της για να την έχει μαζί της.
Τα βήματά της, την οδήγησαν στη Γαλλία για δουλειά. Εκεί, για πρώτη φορά, η πυξίδα έβγαλε έναν ήχο σαν τον ζωηρό χτύπο της καρδιάς, όταν συμβαίνει κάτι που μας κάνει χαρούμενους. Η Σοφία ξαφνιάστηκε και τότε ήρθαν στο νου της τα λόγια της γιαγιάς της για το κρυμμένο μυστικό της πυξίδας. Δεν ήταν όμως, σίγουρη, τι ακριβώς σήμαινε αυτό κι έτσι αποφάσισε να παρατηρήσει καλύτερα την πυξίδα. Κάθε φορά λοιπόν, που περπατούσε στα πεζοδρόμια του Παρισιού, η πυξίδα χτυπούσε γρήγορα και δυνατά. Όταν περνούσε δίπλα από όμορφες λίμνες και στολισμένους κήπους, γινόταν το ίδιο. Ήταν λες και η πυξίδα μαγευόταν απ’ την τόση ομορφιά. Λες και είχε ερωτευτεί το Παρίσι. Όταν έφτασε η μέρα της αναχώρησης και πήγε στο αεροδρόμιο, η πυξίδα δεν έβγαλε κανέναν ήχο. Βουβάθηκε εντελώς, σαν να ήθελε να δείξει με αυτόν τον τρόπο τη θλίψη της που έφευγε. Η ίδια θλίψη που υπήρχε και στην καρδιά της Σοφίας, αφού κι εκείνη δεν ήθελε να φύγει από κει. Τότε ήταν που κατάλαβε το μυστικό, για το οποίο της είχε μιλήσει η γιαγιά της. Η πυξίδα την οδηγούσε στο μεγαλύτερό της πόθο και έπρεπε να την εμπιστευτεί…
Σταμάτησε και αφουγκράστηκε τους χτύπους της καρδιάς της, που τώρα ακούγονταν τόσο δυνατά, λες και η πυξίδα έπαψε μόνο και μόνο για να ακουστούν αυτοί καλύτερα. Και τότε, χωρίς να το σκεφτεί ούτε ένα δευτερόλεπτο παραπάνω, ακύρωσε την πτήση της και έμεινε μόνιμα εκεί, στην καρδιά του Παρισιού, που για αυτήν ήταν το πιο όμορφο μέρος στον πλανήτη. Άνοιξε, μάλιστα, και το δικό της ζαχαροπλαστείο, στο οποίο έφτιαχνε τα γλυκά των παιδικών της χρόνων. Μαζί με τις ευωδιαστές μυρωδιές, ξυπνούσαν και οι γλυκές αναμνήσεις από τότε που ήταν μικρούλα και μαζί με την αγαπημένη της γιαγιά σκάρωναν διάφορες λιχουδιές. Απέκτησε και καλούς φίλους, που νοιάζονταν γι’ αυτήν και έζησε μια ευτυχισμένη ζωή χάρη στην πυξίδα της, ο χτύπος της οποίας δυνάμωνε κάθε φορά που η καρδιά της την οδηγούσε κάπου. Όπως τότε που γνώρισε τον μελλοντικό της άντρα, στα πρώτα βήματα του παιδιού της, τη μέρα που το μοναχοπαίδι της έφερε στη ζωή την αγαπημένη της εγγονή και δεν σταμάτησε ούτε για ένα δευτερόλεπτο να χτυπάει όταν έπρεπε.
Η πυξίδα αυτή τοποθετήθηκε σε μια κορνίζα πάνω απ’ το κρεβάτι της Σοφίας, πάντα μαζί της να τη συντροφεύει με τον ήχο της κάθε στιγμή. Πέρασαν χρόνια πολλά και η πυξίδα κατέληξε σ’ ένα μπαούλο, θαμμένη κάτω από ένα καφέ τραπεζομάντηλο. Αλήθεια, πώς είχε βρεθεί άραγε εκεί;
Η γιαγιά Σοφία κοίταξε ξανά την πυξίδα. Τη χάιδεψε σαν να την ευχαριστούσε με αυτόν τον τρόπο για όσα της είχε δώσει. Μετά, έσκυψε πάνω της σαν να της ψιθύριζε ένα μυστικό. Τέλος, πήρε το χέρι της εγγονής της, το άνοιξε και την έβαλε στη χούφτα της. Της είπε ότι αυτή η πυξίδα ήταν πολύτιμη, πολύτιμη σαν την καρδιά της και έπρεπε να την ακούει κάθε φορά που θα χτυπά δυνατά, γιατί κάτι θα θέλει να της πει.
Η μικρή Μαργαρίτα κράτησε την πυξίδα σφιχτά στο χέρι της και ζήτησε απ’ τη γιαγιά της να πάνε να φτιάξουν μαζί κουλουράκια. Η γιαγιά Σοφία την πήρε αγκαλιά και σηκώθηκε. Τότε, η πυξίδα άρχισε να χτυπάει δυνατά, τόσο δυνατά όπως δεν είχε χτυπήσει ποτέ πριν…

Το καμένο τριαντάφυλλο

1o Βραβείο

Πανελλήνιος Εφηβικός Διαγωνισμός Λογοτεχνίας

Γυμνάσιο πεζά

Γαρίνη Λυδία

Το φόρεμά μου είχε σκιστεί, η επιδερμίδα μου ήταν γδαρμένη. Ήμουν δεμένη σε μια καρέκλα κι όμως, ήμουν ευτυχισμένη. Ο άντρας με το τραχύ πρόσωπο και τον κορμό δέντρου στο χέρι -ο οποίος ήταν άχρηστος, αφού ο θάνατός μου επρόκειτο να γίνει με διαφορετικό τρόπο- πήγαινε πάνω κάτω, κάνοντας το ξύλινο πάτωμα να τρίζει.
Το πλήθος με κοιτούσε στα μάτια. Δεν ξέρω τι συμπέρασμα θα έβγαζαν απ’ τους πράσινους κύκλους του προσώπου μου. Διέκρινα πολλά γνωστά πρόσωπα. Όλη η πόλη είχε μαζευτεί για την εκδήλωση. Ορισμένοι, είχαν φέρει και τα παιδιά τους.
Άρχισα να γελάω σαν υστερική μ’ ένα γέλιο που αντηχούσε σ’ όλο το δάσος. Παιδιά άρχιζαν να κλαίνε και οι άντρες πήγαιναν μπροστά, ως πιο δυνατοί για να τους προστατέψουν.
Πόσο εξευτελιστικό είναι πως το γέλιο μιας δεμένης γυναίκας τρομάζει μια ολόκληρη πόλη. Πάντα πίστευα ότι οι άνθρωποι ήταν ανόητοι. Αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο από μια κρυστάλλινη απόδειξη.
«Σταμάτα», πρόσταξε ο άντρας με τον κορμό. Δεν αντέδρασα.
«Σταμάτα», επανέλαβε σηκώνοντας το όπλο του. Η εικόνα του κορμού στον αέρα μ’ έκανε να γελάσω ακόμα πιο πολύ. Όταν είσαι στην θέση που είμαι εγώ, μπορείς να δεις τα πράγματα όπως πραγματικά είναι. Ξεκαρδιστικά.
«Τελευταία προειδοποίηση». Του έβγαλα τη γλώσσα. Η άκρη του κορμού, μετακινήθηκε απ’ τον αέρα πάνω στην κοιλιά μου. Δεν ένιωσα απολύτως τίποτα. Ωστόσο, σταμάτησα να γελάω.
Ο άντρας με τον κορμό κοίταξε τον κόσμο με ύφος περηφάνιας. Ανόητος. Ό,τι έγινε, έγινε μόνο επειδή το ήθελα εγώ. Αυτός απλά κούνησε άσκοπα τα χέρια του. Οι άνθρωποι του έδειξαν την αποδοχή τους, χειροκροτώντας. Ο άντρας τους ευχαρίστησε, δείχνοντας τα μαύρα δόντια του. Πολλές φορές, είναι απίστευτο μέχρι πού μπορούν να φτάσουν οι άνθρωποι.
Ένας άλλος άνδρας ήρθε και έγνεψε καταφατικά. Η ώρα του θανάτου μου πλησίαζε. Ο άνδρας με τον κορμό έβαλε τα χοντρά χέρια του στην τσέπη του και τράβηξε ένα κιτρινισμένο χαρτί. Του έκανε ώρα να το ξεδιπλώσει, αφού τα δάχτυλά του δεν ήταν φτιαγμένα για τέτοιες κινήσεις.
«Σήμερα, 17 Οκτωβρίου 1615», είπε με βραχνή φωνή.
Αυτή ήταν η χθεσινή ημερομηνία. Ερασιτέχνες. Σταμάτησα ν’ ακούω τα λόγια του. Δεν μ’ ένοιαζε. Σε λίγο, θα τελείωναν όλα.
Αφού έβαλε το χαρτί πίσω στην τσέπη του, γύρισε και με κοίταξε. Ήταν λες και οι σπίθες που τρεμόπαιζαν στα μάτια του πετάχτηκαν και μου έκαψαν την επιδερμίδα. Η πρώτη φορά που ένιωσα κάτι σήμερα.
«Τελευταία λόγια;» με ρώτησε.
Τον κοίταξα με χαμόγελο. «Φοβόμαστε αυτό που δεν ξέρουμε ακόμα κι αν είναι ακίνδυνο. Αποδεχόμαστε ότι ξέρουμε, όσο επικίνδυνο κι αν είναι».
Κανένας δεν άκουσε τι είπα, εκτός απ’ τον συγγραφέα της εφημερίδας, που κρατούσε σημειώσεις. Οι άνθρωποι σου δίνουν σημασία μόνο όταν πρόκειται για χρήματα. Ο άνδρας με τον κορμό, μου έλυσε τα χέρια. Μάταιος κόπος, τα είχα ξελύσει την στιγμή που μου τα έδεσαν.
Σηκώθηκα απ’ την καρέκλα και έκανα δυο βήματα. Το ξύλο τρυπούσε τις πατούσες μου, όμως και πάλι, δεν ένιωσα τίποτα. Ο άνδρας με τον κορμό, πέταξε ένα αναμμένο σπίρτο και τα ξύλα, που ήταν ανάμεσα σε μένα και τον κόσμο, πνίγηκαν στη φωτιά.
Ο όχλος άρχισε να βγάζει ιαχές. Ήταν λυπηρό να βλέπεις τον λαό που κυβερνούσε τη γη να είναι βυθισμένος μέσα σε τέτοιες προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες. Τους αγνόησα κι έκοψα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Το χρώμα του ταίριαζε με τα μαλλιά μου. Μου άρεσε πώς τα πέταλά του αγκάλιαζαν το ένα το άλλο. Το κράτησα σφικτά στο χέρι μου. Ο άντρας με κοίταξε και έφτυσε στο ξύλο. Ο λαός κραύγαζε. Έκλεισα τα μάτια μου. Ένα χέρι με έσπρωξε. Εκείνα τα δευτερόλεπτα απόλυτης γαλήνης, μέχρι να βρεθώ στη φωτιά, ήταν ανεκτίμητα. Ο αέρας μου φυσούσε τα μαλλιά και μπορούσα να δω τη θάλασσα και το δάσος. Ήταν λες και όλα γινόταν σε αργή κίνηση. Αν καιγόμουν, θα ήμουν αθώα. Αν περπατούσα στη φωτιά, θα ήμουν ένοχη. Τι θα ήμουν, όμως, αν εξαφανιζόμουν;
Την ίδια ερώτηση είχε και ο κόσμος, όταν δεν είδε το σώμα μου να καίγεται στην φωτιά. Είχα γίνει αόρατη, δεν με έβλεπε κανείς. Το μόνο που είχε απομείνει, ήταν το κόκκινο τριαντάφυλλο, που τυλίχτηκε στις φλόγες. Εκείνο δεν κατάφερα να το σώσω. Προχώρησα ανάμεσά τους χωρίς να με βλέπουν. Το άγγιγμά μου, τους έφερνε ανατριχίλα, αλλά δεν το καταλάβαιναν. Ανόητοι και πάλι ανόητοι. Έχαναν ένα απίθανο συναίσθημα.
Η ιστορία μου θα διηγούταν ανά τους αιώνες, αλλά οι ιστορικοί θα την θεωρούσαν παραμύθι. Με λίγα λόγια, κανένας δεν θα πίστευε στην εξαφάνισή μου.
Προσπέρασα το δάσος με τα ψηλά πλατάνια και μπήκα μέσα στη θάλασσα. Άφησα το κρύο νερό να με πλύνει. Θα ζούσα κάπου αλλού. Μ’ άλλο όνομα και, ίσως, κι άλλη μορφή.
Ένα από τα πλεονεκτήματα τού να είσαι μάγισσα…

Αποτελέσματα Πανελλήνιου Εφηβικού Λογοτεχνικού Διαγωνισμού

ΓΥΜΝΑΣΙΟ – ΠΕΖΑ

1ο Βραβείο

«Το καμένο τριαντάφυλλο»

Λυδία Γαρίνη, 8ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης

2ο Βραβείο

«Η πυξίδα της καρδιάς»

Σοφία Ράικου, Εκπαιδευτήρια Καίσαρης, Λαγονήσι

3ο Βραβείο

«Το παιδί των Χριστουγέννων»

Αδριανή Γαβρήλου, 2ο Γυμνάσιο Ναυπλίου

              ΓΥΜΝΑΣΙΟ-ΠΟΙΗΜΑΤΑ

1ο   Βραβείο

«Εμπειρία στη θάλασσα»

Χρήστος Μπούκης, Εκπαιδευτήρια Αυγουλέα – Λιναρδάτου, Αθήνα (Περιστέρι)

2ο Βραβείο

«Δεν είμαι πια παιδί»

Εμμανουέλα-Αλεξία Τόμπρου, Εκπαιδευτήρια Αυγουλέα – Λιναρδάτου, Αθήνα (Περιστέρι)

3ο Βραβείο

«Το σπίτι μου, το πατρικό μου»

Σοφία Κατράζου, Ελληνογαλλική Σχολή Πειραιά «Saint Paul»

            ΛΥΚΕΙΟ-ΠΕΖΑ

1ο Βραβείο

 «Το χαλί»

Νικόλας Ντάγκας, Σχολή Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, Αθήνα (Κηφισιά)

2ο Βραβείο

«Τικ Τοκ»

Βασιλική – Μελιτίνη Καραγιάννη, 1ο ΓΕΛ Κοζάνης

3ο Βραβείο

«Οι αναβάτες του ονείρου»

Παναγιώτης Αλεξόπουλος, Βούναργο, Πύργος Ηλείας

        ΛΥΚΕΙΟ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ

         1ο Βραβείο

         «Οκτώ του μήνα»

         Χαρίκλεια Κυριαζοπούλου, ΓΕΛ Ρίου

         2ο Βραβείο

         «Ύπαρξη»

          Ειρήνη Ντακομίτη, Ελληνικό Κολλέγιο Θεσσαλονίκης

         3ο Βραβείο

         «Αρνούμαι»

         Παναγιώτης Σταματάκος, 13ο ΓΕΛ Πάτρας

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Γιώργος Δελιόπουλος, Ποιητής – Φιλόλογος

Β.Π.Καραγιάννης, Συγγραφέας, Εκδότης Περιοδικού «Παρέμβαση»

Άννα Κουστινούδη, Δρ Αγγλικής Λογοτεχνίας-Εκπαιδευτικός

Μάριος Μώρος, Υπ Δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας-Εκπαιδευτικός

  • Η απονομή των βραβείων και η παρουσίαση του βιβλίου θα πραγματοποιηθούν σε ημερομηνία, η οποία θα ανακοινωθεί το επόμενο διάστημα.
  • Όλες οι συμμετοχές του διαγωνισμού θα συμπεριληφθούν σε βιβλίο που θα κυκλοφορήσει μέχρι τις αρχές Μαρτίου 2023.

Χέρμαν Μέλβιλ – Κόρμακ Μάκαρθυ, δυο κορυφαίες στιγμές της αμερικάνικης πεζογραφίας

Μάκης Καραγιάννης

Μετά από δεκαέξι χρόνια ο αμερικανός Κόρμακ Μακάρθι επανακάμπτει εκδοτικά με τον «Επιβάτη» και το «Stella Maris». Περιμένουμε, επίσης, την καινούργια μετάφραση του επικού «Ματωμένου Μεσημβρινού» που δεν υπάρχει πια στα ράφια των βιβλιοπωλείων.
Ο Χάρλοντ Μπλουμ αποκαλεί τον Κόρμακ Μακάρθι «τον πιο άξιο μαθητή του Μέλβιλ» και χαρακτηρίζει τον «Ματωμένο Μεσημβρινό» ως το αυθεντικό αμερικανικό αποκαλυπτικό μυθιστόρημα και «καθολική τραγωδία του αίματος1». Πρόκειται για την ιστορία μιας δολοφονικής ομάδας κυνηγών κεφαλών που προσλήφθηκαν από τις τοπικές αρχές με αποστολή την εξόντωση των Ινδιάνων στα σύνορα του Μεξικού. Ακουμπά σε αληθινά γεγονότα της συμμορίας του Τζον Τζόελ Γκλάντον που έδρασε στα 1849 και πληρώνονταν με το κομμάτι τα σκαλπ των Απάτσι.
Η μεγάλη τέχνη του Μακάρθι συνίσταται στο ότι κατόρθωσε να ανατρέψει τους κοινούς τόπους του αμερικανικού πολιτισμικού φαντασιακού αποδομώντας τον μύθο, όπως εκφράζεται από την πληθώρα των γουέστερν, για την κατάκτηση της Άγριας Δύσης. Η αφήγηση, όπως δείχνουν και οι τίτλοι των κεφαλαίων, μοιάζει με ημερολογιακή καταγραφή. Οι σφαγές και η τρομακτική βία κυριαρχούν σε όλες τις σελίδες του βιβλίου χωρίς τίποτε το ηρωικό. Κατά τους New York Times είναι ίσως το πιο αιματηρό βιβλίο από την εποχή της Ιλιάδας. Η γλώσσα τα υφαίνει όλα αντιστικτικά με τον λυρισμό της φύσης, τους βιβλικούς τόνους και τις ψυχρές περιγραφές διαμορφώνοντας ένα υψηλό ύφος «τόσο πυκνό, λακωνικό και ακριβολόγο, που μπορεί να χαρακτηριστεί άφοβα ανεπανάληπτο» έγραψε ο Τζων Μπάνβιλ2.
Ωστόσο, θα μπορούσε να είναι ένα ακόμα γουέστερν. Όπως μια απλή θαλασσινή περιπέτεια ήταν στην πρώτη του γραφή και ο «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ. Η κρίσιμη στιγμή για τη μετατροπή του «Ματωμένου Μεσημβρινού» στο μυθιστόρημα που γνωρίζουμε, ήταν η επινόηση του δικαστή Χόλντεν. Για τον «Μόμπι Ντικ» όταν ο χαρακτήρας του καπετάνιου Αχαάβ ποντίζεται στο τραγικό βάθος των ηρώων του Σαίξπηρ και μεταμορφώνεται.
Ο Noah Shannon, ο οποίος διάβασε το αρχείο του Μακάρθυ που αγόρασε το Πανεπιστήμιο του Τέξας, γράφει πως τα προσχέδια στα μέσα της δεκαετίας του ’70 μοιάζουν με παπαγαλίες του Charles Portis. Αλλά στα τέλη της δεκαετίας χτίζει τον χαρακτήρα του δικαστή βασισμένο σε ένα ιστορικό πρόσωπο από το βιβλίο του Samuel Chamberlain «Η εξομολόγησή μου: Τα απομνημονεύματα ενός απατεώνα», μια αυτοβιογραφική αφήγηση της συμμορίας του Γκλάντον, «και η φωνή του μυθιστορήματος βάθυνε, χτυπώντας εκείνες τις φοβερές βιβλικές οκτάβες για τις οποίες είναι τόσο διάσημος τώρα ο Μακάρθυ3». Ο δικαστής Χόλντεν, η εμβληματική φυσιογνωμία του μυθιστορήματος, μορφωμένος και πολυπράγμων -όπως η αντίστοιχη ντελικάτη μυθική φιγούρα του Κουρτς από την «Καρδιά του Σκότους»- γίνεται πια ο θεωρητικός της βίας και του αιώνιου πολέμου. Όσο προχωρά η αφήγηση οι σφαγές χάνουν την αρχική τους μορφή και επεκτείνονται εναντίον όλων. Η βία γίνεται παράλογη και μηδενιστική ακόμα και κατά των μεξικανών που τους πλήρωναν. Οι σελίδες στο magnum opus του Μακάρθυ είναι μια σπουδή πάνω στο κακό και τη φύση του ανθρώπου, όπως θα την περιέγραφε ο Τόμας Χομπς.
«Δεν υπάρχει ζωή χωρίς αιματοχυσία», λέει ο Μακάρθυ σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του στους ΝΥΤ. «Νομίζω πως η ιδέα ότι το είδος μπορεί να βελτιωθεί με κάποιο τρόπο, ότι όλοι θα μπορούσαν να ζήσουν αρμονικά, είναι πραγματικά μια επικίνδυνη ιδέα. Όσοι πλήττονται από αυτήν την ιδέα είναι οι πρώτοι που παραδίνουν την ψυχή τους, την ελευθερία τους. Η επιθυμία σου έτσι θα σε υποδουλώσει και θα κάνει τη ζωή σου κενή4».
Από τα προσχέδια φαίνεται καθαρά πως στην πορεία της γραφής ο Μακάρθυ αφαιρούσε συνεχώς την ηθική στάση των χαρακτήρων έως την απογύμνωση και την ψυχρότητα. Έκοβε και πετούσε στα σκουπίδια τις εξηγήσεις και οτιδήποτε θα μπορούσε να φανερώσει την ψυχολογία και το ηθικό τους πιστεύω, καθιστώντας τους απρόσιτους σε πρώτη ανάγνωση. Είναι άλλωστε γνωστή η αποστροφή του για τους «εγκεφαλικούς» συγγραφείς όπως ο Χένρι Τζέιμς ή ο Μαρσέλ Προυστ. Προτιμά τον Μέλβιλ, τον Ντοστογιέφσκι και τον Φώκνερ.
Αντίστοιχα με τον Μακάρθυ οι μελετητές του έργου του Μέλβιλ, και ιδιαίτερα ο Francis Otto Matthiessen5, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα πως η ανάγνωση του Σαίξπηρ τον ενέπνευσε να ξαναγράψει μια σχετικά απλή περιπέτεια φαλαινοθηρίας σε ένα έπος κοσμικών διαστάσεων. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από τους σχολιασμούς του Μέλβιλ πάνω στα βιβλία του κατά την προετοιμασία του «Μόμπι Ντικ». Ο Σαίξπηρ και ιδιαίτερα ο «Βασιλιάς Ληρ» και ο «Μάκβεθ», τον βοήθησαν στη δόμηση του χαρακτήρα του Αχαάβ με την πνευματική ή ηθική ικανότητα σε νοσηρή περίσσεια, όπως είναι οι ήρωες του μεγάλου άγγλου συγγραφέα.
Ο μονομανής και τραγικός καπετάνιος Αχαάβ, σε ένα περιπετειώδες θαλασσινό ταξίδι θα αναλάβει να κυνηγήσει και να σκοτώσει τον Μόμπι Ντικ, τη μυθική άσπρη φάλαινα, την ενσάρκωση του κακού. Ως ήρωας αρχαίας τραγωδίας θα διαπράξει την ύβρι πως μπορεί να τα βάλει με τις δυνάμεις της φύσης και να ξεπεράσει το μέτρο, αγνοώντας πως η αδυναμία του αποτελεί την καταστατική του συνθήκη. Όπως ο Οιδίποδας, συντρίβεται ηρωικά από το πεπρωμένο, αλλά μένει η προμηθεϊκή του χειρονομία. Η συγκινητική επιμονή του να διερευνήσει τη μοίρα και να πάει κόντρα σ’ αυτή.
Η πλούσια γλώσσα του Μέλβιλ είναι ενταγμένη σε λογοτεχνικές μνήμες, αλλά και τη δύναμη που του έδινε η βιωματική γνώση αφού δούλεψε σε φαλαινοθηρικό, πότε λυρική και υψηλή και πότε ρεαλιστική, περιγραφική, εγκυκλοπαιδική μα πάντα βαθιά υπαινικτική. Η Βίβλος, ο Σαίξπηρ και ο Μίλτον θεωρούνται οι τρεις πιο σημαντικές πηγές του έργου του. Ειδικά η αφομοίωση του Σαίξπηρ του έδωσε μια ιδιαίτερη αίσθηση του ρυθμού του λόγου, το μυστικό να κάνει τη γλώσσα δραματική, να βασίζεται σε ρήματα δράσης και να χρησιμοποιεί σύνθετες λέξεις. Ο «Μόμπι Ντικ» γραμμένος πριν από 170 χρόνια, στον λογοτεχνικό ορίζοντα του καιρού του, έχει πολλές παρεκβάσεις και εξαντλητικές αναφορές με κηρύγματα, καταλόγους, σελίδες κητολογίας για την ταξινόμηση και τη ζωγραφική των φαλαινών που ίσως ξενίζουν το σημερινό αναγνώστη. Ο έλληνας μύστης του Μέλβιλ και του «Μόμπι Ντικ» Α. Κ. Χριστοδούλου έχει αναλύσει δια μακρών τη γνωσιολογία που κρύβεται κάτω από την επιφάνεια της γλώσσας6 του. Στο σύμπαν του Μέλβιλ, με γνωστικές συνηχήσεις, ο κόσμος δεν είναι παρά ένα σύνολο σημείων και μεταμφιέσεων, λήμματα του λεξικού που έχει συνθέσει το πνεύμα, ο αόρατος δημιουργός του κόσμου. «Όλα τα ορατά αντικείμενα, άνθρωπέ μου, δεν μοιάζουν παρά σα χάρτινες μάσκες» λέει ο Αχαάβ. «Αν ο άνθρωπος θελήσει να ακολουθήσει το δρόμο του, μέσα από αυτή τη μάσκα πρέπει να περάσει. Πώς μπορεί ο φυλακισμένος να βγει έξω, αν δεν τρυπήσει τον τοίχο; Για μένα, η άσπρη φάλαινα είναι αυτό ο τοίχος7».
Ο «Μόμπι Ντικ» και ο «Ματωμένος Μεσημβρινός» αποτελούν δυο εμβληματικά έργα του αμερικανικού κανόνα, αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας με διαφορά ενός αιώνα. Ο Ισμαήλ, ο αφηγητής του πρώτου , η κεντρική συνείδηση του μυθιστορήματος, προσπαθεί να κατανοήσει τον μυστήριο της άσπρης φάλαινας και του κόσμου. Το ότι από τον ιδεαλισμό του Αχαάβ περάσαμε στον αδίστακτο κυνισμό του προφήτη του πολέμου του δικαστή Χόλντεν, ίσως λέει κάτι για τη εποχή μας.

1 Harold Bloom, The American Canon: Literary Genius from Emerson to Pynchon, https://lithub.com/harold-bloom-on-cormac-mccarthy-true-heir-to-melville-and-faulkner/

2 Τζών Μπάνβιλ, Τα ανεξάντλητα κύματα των αιμάτων, «Ματομένος μεσημβρινός», εκδ. Ζαχαρόπουλος, 1992, σελ. 462

3 Noah Shannon, «Cormac McCarthy Cuts to the Bone», https://slate.com/culture/2012/10/cormac-mccarthys-blood-meridian-early-drafts-and-history.html

4 New York Times, Cormac McCarthy’s Venomous Fiction, 19.04.1992

5 Francis Otto Matthiessen, American Renaissance: Art and Expression in the Age of Emerson and Whitman, Oxford University Press (1941)

6 Α. Κ. Χριστοδούλου, Herman Melville: Μόμπι Ντικ ή η φάλαινα, Gutenberg, 1991, Editio Major

7 Herman Melville, Μόμπι-Ντικ Ή η φάλαινα Gutenberg, 1991, Editio Minor, σελ. 259

Χέρμαν Μέλβιλ

Κόρμακ Μάκαρθυ

Παρέμβαση, τχ. 211-212

Βιβλίο μου και τριακόσια να σηκώσεις θα μπορούσες

Martialis

Δύο Επιγράμματα

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής

Βιβλίο μου και τριακόσια να σηκώσεις θα μπορούσες

Βιβλίο μου, και τριακόσια να σηκώσεις θα μπορούσες
εσύ επιγράμματα, μα ποιος εσένα να σηκώσει
μετά θε να μπορούσε; Γι᾽ άκου δω, και θα σου δείξω
ποιά προτερήματα έχουν τα μικρά βιβλιαράκια.
Χαρτί χαλάω, εν πρώτοις, λίγο· κι έπειτα του εκδότη
λιγότερο τού παίρνει χρόνο για να το αντιγράψει,
χωρίς ν᾽ απασχολείται με δικές μου αδολεσχίες.
Αν τύχει, τρίτον, και βρεθεί ένας που θα σε διαβάσει,
ακόμα κι αν σε βρει κακό, δεν πρόκειται καθόλου
να σε μισήσει. Στο συμπόσιο ο καλεσμένος, πάλι,
μπορεί να σε διαβάσει πριν το πέμπτο του ποτήρι,
την ώρα δηλαδή που θά ᾽ν᾽ ζεστός και γι᾽ άλλα τόσα.
Γι᾽ αυτό και η αρετή η δική σου ας είναι η βραχύτης.
Μα κι έτσι ακόμα, φευ, πως είσαι ογκώδες θα σου πούνε!

Τι κάνει ευτυχισμένη τη ζωή μας, Μαρτιάλη;

Τι κάνει ευτυχισμένη τη ζωή μας, Μαρτιάλη;
Ιδού! Τα πλούτη τ᾽ άκοπα, τα κληρονομημένα·
το καρπερό το αγρόκτημα και το άσβηστο το τζάκι
χειμώνα-καλοκαίρι· δίκες όχι· η τόγα η φίνα·
του νου η γαλήνη· ακμαίες οι δυνάμεις και η υγεία
του σώματος· απλότητα και φρόνηση· και φίλοι,
πλην όχι πλήθος· και τραπέζι με όλα τ᾽ αναγκαία·
νηφάλια νύχτα δίχως μέριμνες, σεμνή ως κλίνη,
χωρίς της θλίψης ίχνη, με ύπνο που απωθεί το σκότος
και μια σταλιά το κάνει μόνο. Να είσαι ό,τι θέλεις —
πιο πάνω τίποτα, πιο κάτω τίποτα: ό,τι θέλεις.
Την τελευταία μέρα σου καθόλου μη φοβάσαι,
μα μήτε και να εύχεσαι να συντομεύει νά ᾽ρθει.

Παρέμβαση, τχ. 211-212

Σφυρίδης ποδοσφαιρικός

Δημήτρης Κόκορης

Όπως είχαμε την ευκαιρία να επισημάνουμε και από άλλη θέση1, η ελληνική ποδοσφαιρική λογοτεχνία έχει διαγράψει μία πορεία, η οποία εκκινεί τουλάχιστον από το 1930: τη συγκεκριμένη χρονιά, εκδόθηκε σε μετάφραση του Γιώργου Δέλιου, η «μονόπρακτος κωμωδία» του Emm. Gambardella Ο ποδοσφαιριστής2, ενώ δημοσιεύτηκε ως καβαφική παρωδία το ποίημα του Πωλ Νορ [= Νίκος Νικολαΐδης] «Άρχων εκ Κορίνθου»3, στο οποίο περικλείονται και στοιχεία ποδοσφαιρογενή. Δύο χρόνια μετά, παρουσιάστηκε και από τον ψευδώνυμο Πύρρο4 και πάλι ως καβαφική παρωδία5 με ίχνη ποδοσφαιρικής εικονογράφησης το ποίημα «Τι μην και αυτός…»6. Έκτοτε γράφτηκαν και δημοσιοποιήθηκαν πολλά κείμενα (ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, μαρτυρίες, δοκίμια, πραγματείες), άλλα θετικά προς το ποδόσφαιρο και άλλα αρνητικά διακείμενα προς το άθλημα, τα οποία εμπλούτισαν τον χώρο της νεοελληνικής ποδοσφαιρικής γραμματείας.
Γενικά και εισαγωγικά, ας επισημάνουμε ότι η αταλάντευτη αφιέρωση του ποδοσφαιρόφιλου στον σύλλογό του σημαίνει ακριβώς το αντίθετο από την εξόντωση του αθλητικού αντιπάλου . δηλώνει την οριστική και αμετάκλητη ένταξη στον σύλλογο, αλλά ταυτόχρονα και την υπαρξιακή μέθεξη στην ευρύτερη ποδοσφαιρική κοινότητα, εξέχοντα μέλη της οποίας βεβαίως είναι και οι αντίπαλοι ποδοσφαιριστές και οπαδοί. Το ποδόσφαιρο συγκεφαλαιώνει τη βαθύτατη επιθυμία και απόφαση του συνανήκειν με άξονα την ομάδα μας αλλά και τις αντίπαλες ομάδες, γιατί χωρίς αυτές απονεκρώνεται το άθλημα. Οι θεράπουσες και οι θεράποντες των ομαδικών αθλημάτων συνειδητά γνωρίζουν και, εάν όχι, ανεπιγνώστως συναισθάνονται, ότι δίχως τον συμπαίκτη αλλά και χωρίς τον αθλητικό αντίπαλο η οντότητά τους μηδενίζεται. Πολύ απλά: χωρίς τον αντίπαλο δεν υπάρχεις! Ως εκ τούτου, τα ομαδικά αθλήματα, με κορυφαίο το αναντίρρητα δημοφιλέστερο, καλλιεργούν την κουλτούρα τού εν αθλητική συγκρούσει συνυπάρχειν, και αυτό είναι κάτι που αφορά και τη φιλοσοφία του ποδοσφαίρου και τη λογοτεχνική έκφρασή της.
Οι φοβερές αλλοιώσεις της φύσης του ποδοσφαίρου, που εμφανίζονται ή και γιγαντώνονται σαν προεκτάσεις και συνέπειες του αθλήματος (τυφλή βία, χουλιγκανισμός, άδικη και σπαρακτική απώλεια ανθρωπίνων ζωών, δωροδοκίες, εμπορευματοποίηση και στοιχηματισμός στα όρια του παροξυσμού, κάθε είδους ανήθικες και απάνθρωπες συμπεριφορές), αποτελούν πεδίο μελέτης της κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας και, οπωσδήποτε, δεν συμμετέχουν στον σχηματισμό του πυρήνα της φιλοσοφίας του ποδοσφαίρου, παρότι εν μέρει αποτυπώνονται σε αρνητικά προς το ποδόσφαιρο λογοτεχνικά κείμενα. Ορισμένοι λογοτέχνες επιλέγουν να εκφράσουν καλλιτεχνικά αρνητικές όψεις της ζωής, που πιστεύουν ότι εκπροσωπούνται ή και εκπηγάζουν από το ποδόσφαιρο. Ωστόσο, άλλο πράγμα είναι η βαθύτερη φύση του ποδοσφαίρου ως ομαδικού αθλήματος και άλλο οι στρεβλώσεις ή και οι κτηνωδίες, οι οποίες στο κοινωνικό πεδίο φορούν επιφανειακά μια ποδοσφαιρική φανέλα, αλλά επί της ουσίας αδυνατούν να συγκαλύψουν την ανθρώπινη μικρότητα, την ανηθικότητα, την έλλειψη στοιχειώδους λογικής, τα κοινωνικά προβλήματα και τα αιμοσταγή ένστικτα.
Πολλά είναι, βέβαια, και τα κείμενα ποδοσφαιρικής λογοτεχνίας, που διάκεινται θετικά προς το άθλημα και τη φιλοσοφία του, εκπροσωπώντας και την ποιητική έκφραση, και τη δοκιμιακή περιοχή, και τη διηγηματογραφία, και τη μυθιστοριογραφία. Δίπλα στα λογοτεχνικά κείμενα με πυρήνα το ποδοσφαιρικό βίωμα, ανιχνεύονται και . κείμενα, στα οποία πρωτεύουν μεταφορές και παρομοιώσεις ως εκφραστικοί τρόποι, ώστε να δηλωθεί είτε θετικά είτε αρνητικά η υπαρξιακή περιπέτεια και με όρους ποδοσφαιρικούς. Τέλος, εντοπίζονται και λογοτεχνικές καταθέσεις, στις οποίες το ποδόσφαιρο ως εικονοποιία και αναφορά επιτελεί ρόλο περιφερειακό, συμβάλλοντα, ωστόσο, στην ενδυνάμωση του νοηματικού ιστού. Περιφερειακός είναι ο ρόλος του ποδοσφαίρου στο μυθιστόρημα του Περικλή Σφυρίδη Ψυχή μπλε και κόκκινη7. Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα συγκροτεί μία λογοτεχνική αποτύπωση της προπολεμικής και της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής πορείας της ελληνικής κοινωνίας, με τεχνοτροπικό άξονα τον βιωματικό ρεαλισμό:
Ως επιβεβαίωση της πραγματολογικά διακριβωμένης μυθιστορηματικής αφήγησης, στο σημείο που αυτή αφορά το ποδόσφαιρο8, σημειώνουμε ότι ο συγγραφέας έζησε και ζει στα πέριξ του «Κλεάνθης Βικελίδης», του παλαιόθεν γνωστού Γηπέδου Χαριλάου, ενώ διετέλεσε γιατρός της ποδοσφαιρικής ομάδας του Άρη.. Η ιδεολογική, πολιτική και ιστορική πάλη της εθνικόφρονος Ελλάδος με την Ελλάδα του αριστερού οράματος, που παραστατικά καθρεφτίζεται στον τίτλο του μυθιστορήματος και σημάδεψε βαθιά τον ελληνικό εικοστό αιώνα, χώρεσε και λίγο ποδόσφαιρο. Ο συγγραφέας και στο συγκεκριμένο απόσπασμα του μυθιστορήματός του, αξιοποιώντας βιωματική ύλη δομημένη και με αυτοβιογραφικές αναφορές, αποδίδει με τόνο πάντα ρεαλιστικό μία εγκιβωτισμένη στον βασικό αφηγηματικό ιστό ιστορία, οικοδομώντας σχέσεις και διαδρομές λογοτεχνικών ηρώων, που φωτίζουν ένα κοινωνικό και ανθρωπολογικό τοπίο, το οποίο εκτείνεται από την Κατοχή και την Αντίσταση έως τη δικτατορία και την εποχή της Μεταπολίτευσης. Ο Σφυρίδης, χαράσσοντας με σαφήνεια μία χρονική κατεύθυνση από το παρελθόν προς το αφηγηματικό παρόν, αξιοποιεί το ποδόσφαιρο σαν μία ψηφίδα του μυθιστορηματικού του μωσαϊκού. Ενδεχομένως νιώθει τη βαθύτερη φιλοσοφία του αθλήματος, αλλά δεν του δίνει ρόλο πρωταγωνιστή στο αφηγηματικό σύμπαν του έργου, περιορίζοντάς το στο συμπαθές πέρασμα ενός κομπάρσου.
Το ότι ο Σφυρίδης ήταν και είναι ένθερμος φίλος του Άρη Θεσσαλονίκης – φίλος όμως μεγάθυμος, με ευρυχωρία ψυχής και αποδεσμευμένος από τον εναγκαλισμό του στείρου οπαδισμού – δικαιολογεί τα όσα προλογικά επικαλεστήκαμε για τον βαθύτερο πυρήνα της φιλοσοφίας του ποδοσφαίρου, τα οποία φωτίζονται ευκρινέστερα και από ένα κείμενο μικρής φόρμας του συγγραφέα, που γράφτηκε και δημοσιεύτηκε στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα. Το «Γεια σου, Γιώργο»9 γράφτηκε για τον Γιώργο Κούδα, τον ποδοσφαιριστή – σημαία του ΠΑΟΚ, και εντάχθηκε σε σύμμεικτο τόμο, που συντέθηκε και εκδόθηκε προς τιμήν του σπουδαίου ποδοσφαιριστή.
«Από το μέσον της δεκαετίας του 1960 και μέχρι τη μεταπολίτευση ήμουν ο γιατρός του Α.Σ. “ΑΡΗΣ” (εκεί έβρισκα ανακούφιση στο αίσθημα ασφυξίας που μου προκαλούσε η εποχή). Γιατρός του “Άρη” σήμαινε να βρίσκομαι συνεχώς δίπλα στην ομάδα τόσο στις προπονήσεις – το σπίτι μου και το ιατρείο μου στο Χαριλάου απείχαν λίγα μόλις μέτρα από το γήπεδο – όσο και στους εντός και εκτός έδρας αγώνες μέσα πάντα στο γήπεδο. Φυσικό ήταν να γνωρίσω καλά όλους τους τότε ποδοσφαιριστές, μερικοί από τους οποίους έγιναν – και είναι κάποιοι ακόμη προσωπικοί μου φίλοι. Ήταν η εποχή που στους αρειανούς μεσουρανούσε το άστρο του Χρηστίδη ως τερματοφύλακα, που όταν είχε κέφια, κατέβασε τα “κεπέγκια” της εστίας του στους φιλόδοξους κυνηγούς της αντίπαλης ομάδας. Του Σπυρίδωνα που ήταν βράχος της άμυνας. Του Συρόπουλου που υπήρξε η ατμομηχανή της μεσαίας γραμμής. Του Αλεξιάδη που με τις κεφαλιές “ψαράκι” τρυπούσε τα δίχτυα της αντίπαλης εστίας. Των Ναλμπάντη και Παπαϊωάννου10 που με τις γρήγορες πλαγιοκοπήσεις τους έσπαζαν τις καρδιές των αντιπάλων μας.
Περισσότερο, όμως, από όλους εκείνους τους ποδοσφαιριστές θαύμαζα τον Γιώργο Κούδα και ας ήταν παοκτσής. Γιατί δεν έπαιζε μόνο μπάλα. Χόρευε μέσα στο γήπεδο. Αέρινος μ’ εκείνα τα μακριά μαύρα του μαλλιά, που ανέμιζαν, καθώς έτρεχε. Θύμιζε ελάφι. Οι ντρίμπλες του φανταστικές, τα σουτ ευθύβολα μού έκοβαν την ανάσα, κάθε φορά που έφτανε κοντά στην εστία μας. Αυτός φαίνεται πως υπήρξε και ο λόγος που θέλησα κάποτε να τον δω από κοντά. Ήταν, θυμάμαι, ένας αγώνας Άρη – ΠΑΟΚ και αποφάσισα να πάω στα αποδυτήρια της φιλοξενούμενης ομάδας, για να τον γνωρίσω. Καθόταν στον πάγκο και έδενε έναν ελαστικό επίδεσμο στο πόδι του. Πλησίασα με τρακ. “Έχουμε κάνα πρόβλημα, Γιώργο;” ρώτησα. Σήκωσε το κεφάλι και με ζύγιασε με το βλέμμα. “Τίποτα απολύτως, γιατρέ”, απάντησε με σεβασμό. Του ευχήθηκα καλή επιτυχία και έφυγα. Από τότε όποτε τον συναντούσα τυχαία στον δρόμο ή στα γήπεδα, ανταλλάσσαμε ένα “γεια σου, Γιώργο”, “γεια σου, γιατρέ”, μέχρι που η ζωή μας έριξε σε διαφορετικούς δρόμους και χαθήκαμε. Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, αμφιβάλλω αν ο Κούδας ήξερε ή ξέρει το όνομά μου. Ήταν το αστέρι με τους χιλιάδες θαυμαστές σε όλη την Ελλάδα κι εγώ ένας από αυτούς.
Από τότε πέρασαν χρόνια. Χρόνια έχω να πάω και στο γήπεδο. Με σκοτώνει η τυφλή βία, που δηλητηριάζει το ποδόσφαιρο, και οι διάφοροι “νεόπλουτοι” παράγοντες, που αγοράζουν ομάδες, για να κάνουν το δικό τους “παιχνίδι”. Βέβαια, παρακολουθώ κάποιους σημαντικούς αγώνες από την τηλεόραση και γνωρίζω τα καλοπληρωμένα, σύγχρονα, παγκόσμια ινδάλματα. Κανένας, όμως, δεν με συγκινεί όσο τότε ο Κούδας. Όταν βλέπω καμιά φορά τον Γιώργο στην τηλεόραση, με τον χρόνο να έχει θερίσει την άλλοτε μακριά σαν χαίτη κόμη του, εμφανίζεται στην οθόνη του μυαλού μου ένα ελάφι που καλπάζει. Ο Κούδας κέρδισε τους φιλάθλους της εποχής του, αλλά η φήμη του έγινε μύθος, που συγκινεί και τους νέους, που δεν τον έχουν δει να παίζει ποτέ μπάλα. Τι είναι, λοιπόν, αυτό που έκανε τον κόσμο ν’ αγαπήσει τόσο πολύ τον Κούδα και να μην τον ξεχνάει; Πιστεύω δύο πράγματα: το χαρισματικό του ταλέντο και το ήθος του. Δεν θυμάμαι ποτέ τον Κούδα να χτυπάει αντίπαλο ή να βρίζει ακόμη κι αν του έσερναν οι αντίπαλοι τα μύρια όσα, για να ανακόψουν τις επιθέσεις του. Ο Κούδας υπήρξε υπόδειγμα αθλητή, γι’ αυτό μας κέρδισε όλους.
Φίλε Γιώργο, τώρα που ο Κώστας Μπλιάτκας μού ζήτησε να γράψω δυο λόγια για σένα, θέλω να ξέρεις ότι μου χάρισες αξέχαστες συγκινήσεις μέσα στο γήπεδο έστω και ως αντίπαλος».

Η μυθοπλαστική φόρτιση της πεζογραφίας του Σφυρίδη ως βασικού εκπροσώπου του βιωματικού ρεαλισμού, ούτως ή άλλως, δεν έχει μεγάλη δυναμική. Εδώ, όμως, η κειμενική συνθήκη αποκλείει εντελώς κάθε ίχνος μυθοπλασίας: το «Γεια σου, Γιώργο» συντέθηκε in honore και εδράζεται απολύτως στο έδαφος της αυτοβιογραφικής αφήγησης, με σηματωρούς την εκτίμηση της αθλητικής αξίας του τιμωμένου και την εξημμένη συναισθηματική εμπλοκή του γράφοντος.
Η ποδοσφαιρική υπέρβαση του Σφυρίδη αποκτά μεγαλύτερη αξία για τους γνήσιους ποδοσφαιρόφιλους (άρα, και αναπόδραστα οπαδούς. Οι politically correct τοποθετήσεις του τύπου «Είμαι μόνο Εθνική Ελλάδος» δεν αντέχουν σε σοβαρό κριτικό και βιωματικό έλεγχο!). Οι τελευταίοι γνωρίζουν και απολύτως συναισθάνονται ότι το πρωτείο στην πόλη και η καθημερινή συναναστροφή με τα συνεπακόλουθα της αθλητικής νίκης ή ήττας, δεν βιώνονται υψηλόβαθμα στα Ολυμπιακός – ΠΑΟΚ, ΑΕΚ – Άρης, Ρεάλ – Μπαρτσελόνα ή Λίβερπουλ – Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Όπου και αν έφερε ορισμένους συλλόγους η οικονομική και ιστορική συγκυρία, «ντέρμπυ» σε όλες του τις διαστάσεις είναι (ή, οπωσδήποτε, ήταν) τα ΠΑΟΚ – Άρης, Ολυμπιακός – Εθνικός, ΑΕΚ – Παναθηναϊκός, Λίβερπουλ – Έβερτον, Άρσεναλ – Τότεναμ, Μπαρτσελόνα – Εσπανιόλ, Ρεάλ – Ατλέτικο, Ίντερ – Μίλαν, Σέλτικ – Ρέιντζερς, Πενιαρόλ – Νασιονάλ, κ.π.ά. Το Ομόνοια – ΑΠΟΕΛ, το ΟΦΗ – Εργοτέλης, το Νίκη Βόλου – Ολυμπιακός Βόλου, αλλά και το Προοδευτική – Ιωνικός δεν πάνε πίσω, αλλά ας φύγουμε από τις βαθιές ποδοσφαιρικές ιστορίες.
Με τη γνωστή θέση του αμερικανού πεζογράφου Ron Carlson, η οποία προωθεί την πρόσληψη και τη λογοτεχνική μετάπλαση ακόμη και των ξένων βιωμάτων ως προσωπικών για τον συγγραφέα, θα συμφωνούσαν πολλοί λογοτέχνες, ο Περικλής Σφυρίδης σίγουρα: «Πάντα γράφουμε από τις εμπειρίες μας, είτε είναι δικές μας είτε δεν είναι»11. Η βιωματική εμπλοκή του Σφυρίδη στις ιστορίες των λογοτεχνικών ηρώων του είναι όχι απλώς ορατή και ανιχνεύσιμη, αλλά δεσπόζουσα, ακόμα και όταν αφηγητής και πρωταγωνιστής δεν συμπίπτουν. Κατά τούτο, το πεζογραφικό του έργο είναι επί της ουσίας η λογοτεχνικά δοσμένη αυτοβιογραφία του, επιμερισμένη σε διηγήματα, μαρτυρίες και μυθιστορήματα. Ακόμη και τα ποιήματα, με τα οποία ο Σφυρίδης ξεκίνησε να διανύει το στάδιο της λογοτεχνικής του παρουσίας, προσδιορίζονται θεματικά από εγγραφές αυτοβιογραφικές, γεγονός πολύ φυσικό, εάν σκεφτούμε ότι στο επίκεντρο του πυρήνα, ιδίως της ποιητικής έκφρασης, εντοπίζεται (ευκρινέστερα από ό,τι σε άλλα λογοτεχνικά είδη) η συναισθηματική δόνηση που προέρχεται από τα βιώματα του γράφοντος ή της γραφούσης. Το «Γεια σου, Γιώργο» είναι ένας ακόμη κρίκος στη μακρά αλυσίδα αυτοβιογραφικών κειμένων του Περικλή Σφυρίδη. Επειδή, μάλιστα, η κειμενική στόχευση ως απόδοση θαυμασμού και εκτίμησης προς τον Γιώργο Κούδα επιτρέπει τη συγγραφική απομάκρυνση από κάθε μυθοπλασία, ο Σφυρίδης λέει ευθέως αυτό που θέλει να πει, χωρίς αφηγηματικά τεχνάσματα και αξιοποιώντας την απλούστερη συγγραφική στρατηγική. (η απλότητα στη συγγραφή δεν σημαίνει «απλοϊκότητα» ούτε και είναι εύκολη ως προς την επίτευξή της). Οι ποδοσφαιρικές σελίδες του Σφυρίδη, είτε περιφερειακές ως προς την οργανική ενότητα του μυθιστορήματος Ψυχή μπλε και κόκκινη, είτε επικεντρωμένος σε μία σημαντική ποδοσφαιρική μορφή, όπως συμβαίνει στο «Γεια σου, Γιώργο», είναι σελίδες αυτοβιογραφικές, εκφρασμένες με έναν προσωπικό λογοτεχνικό επιτονισμό.
Ο Σφυρίδης υπηρέτησε ανιδιοτελώς τον σύλλογό του για πολλά χρόνια, αλλά με το «Γεια σου, Γιώργο» δεν απέδωσε απλώς τον δίκαιο έπαινο σε έναν από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές της μεταπολεμικής περιόδου. Ταυτόχρονα, δίδαξε με τον τρόπο του ποδοσφαιρικό και αθλητικό ήθος. Οι εμμονές και οι εμπάθειες δεν απουσιάζουν από τους καλλιτέχνες, στους λογοτέχνες δε, περισσεύουν. Ο Περικλής σίγουρα καταλαβαίνει ότι ένας μειλίχιος, χαμηλότονος, άνευρος, σφαιρικός και πάντα διαλλακτικός Σφυρίδης, πόρρω απέχων της πεισματώδους πεποίθησης και της ανυποχώρητης ισχυρογνωμοσύνης, ανευρίσκεται μόνον στην άλω των ονείρων θερινής νυκτός. Και όμως, στο θέμα «ποδόσφαιρο» έσπασε τα δεσμά του οπαδισμού, επέδειξε μεγαθυμία και παραδοχή της αξίας του αντιπάλου και αυτό δεν μπορούμε παρά να του το πιστώσουμε.

1 Βλ. τις πολλαπλές, αναφορές στην ελληνική ποδοσφαιρική λογοτεχνία, στο υπό εκτύπωσιν βιβλίο τού υπογράφοντος, «Άθλημα ή αθλιότης;». Το ποδόσφαιρο και η φιλοσοφία του στη νεοελληνική λογοτεχνία του εικοστού αιώνα, Αθήνα, Πεδίο, 2023.

2 Emm. Gambardella, Ο ποδοσφαιριστής. Μονόπρακτος κωμωδία, μετάφρασις: Γεωργ. Δέλιου, Θεσσαλονίκη [χωρίς ονομασία εκδότη] 1930. Όπως πληροφορεί η Θάλεια Ιερωνυμάκη («Κουίζ 27», Χάρτης, τχ. 29, 2021: https://www.hartismag.gr/hartis-29/tehnasmata/lypamai-xasate-ex-orismoy και «Λυπάμαι, χάσατε (εξ ορισμού)», Χάρτης, τχ. 30, 2021:https://www.hartismag.gr/hartis-30/tehnasmata/lypamai-xasate-ex-orismoy), ο Κωστής Παλαμάς έγραψε το 1931 το ποίημα «Ο αθλητής (Για τον αθλητικόν όμιλον “Λαρισαϊκός”)». Το ποίημα δεν είναι ποδοσφαιρικό, παρότι ο ιδρυμένος το 1930 σύλλογος έφερε την ονομασία «Αθλητικός Ποδοσφαιρικός Όμιλος Λάρισας “Λαρισαϊκός”».

3 Βλ. περ. Τα Νέα, 19.04.1930.

4 Ο Νικόλαος Χαρ. Γεωργιάδης και ο Χρήστος Χριστοβασίλης, που χρησιμοποίησαν μεταξύ άλλων ψευδωνύμων και το «Πύρρος», δεν φαίνεται να συνδέονται με τη συγκεκριμένη καβαφική παρωδία. Βλ. Κυριάκος Ντελόπουλος, Νεοελληνικά φιλολογικά ψευδώνυμα, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 32005, σ. 105, 186, 404-405.

5 Τα δύο ποιήματα και τα στοιχεία των πρώτων δημοσιεύσεών του βλ. στο Παρωδίες καβαφικών ποιημάτων 1917-1997, συγκέντρωση – παρουσίαση – σχόλια: Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Αθήνα, Πατάκης, 1998, σ. 54-55, 62, 216, 217.

6 Βλ. Νέα Εστία, τχ. 135, (01.08.) 1932, σ. 838. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Σαμίων, τον Ιούλιο του 1932.

7 Αθήνα, Καστανιώτης, 1996.

8 Βλ. και Γιώργος Αναστασιάδης (επιμ.), Στα γήπεδα η πόλη αναστενάζει – 16 κείμενα για την παλιά Θεσσαλονίκη του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 1999, σ. 141-144.

9 Περικλής Σφυρίδης, «Γεια σου, Γιώργο», στο Κώστας Δ. Μπλιάτκας (έρευνα – κείμενο), Γιώργος Κούδας. Της ζωής μου το ταξίδι, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2005, σ. 254-256. Βιβλιογραφική σήμανση του κειμένου βλ. και στο Σωτηρία Σταυρακοπούλου, Περικλής Σφυρίδης. Ο πεζογράφος και η κριτική για το έργο του, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2011, σ. 340.

10 Όλοι οι εδώ αναφερόμενοι [= Νίκος Χρηστίδης, Άγγελος Σπυρίδων, Βαγγέλης Συρόπουλος (το επώνυμό του από τυπογραφικό λάθος στην πρώτη δημοσίευση του κειμένου αναγράφεται εσφαλμένα ως «Σπυρόπουλος»), Αλέκος Αλεξιάδης, Χρήστος Ναλμπάντης, Κώστας Παπαϊωάννου] υπήρξαν ποδοσφαιριστές του Άρη Θεσσαλονίκης, κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970.

11 Βλ., δείγματος χάριν, τη φράση ως μότο στο Νίκος Παπανδρέου, Λεπτή γραμμή. Διηγήματα, Αθήνα, Καστανιώτης, 1997, σ. 11.

Παρέμβαση, περιοδικό λόγου & τέχνης, τεύχος 211-212