Δημήτρης Κόκορης
Όπως είχαμε την ευκαιρία να επισημάνουμε και από άλλη θέση1, η ελληνική ποδοσφαιρική λογοτεχνία έχει διαγράψει μία πορεία, η οποία εκκινεί τουλάχιστον από το 1930: τη συγκεκριμένη χρονιά, εκδόθηκε σε μετάφραση του Γιώργου Δέλιου, η «μονόπρακτος κωμωδία» του Emm. Gambardella Ο ποδοσφαιριστής2, ενώ δημοσιεύτηκε ως καβαφική παρωδία το ποίημα του Πωλ Νορ [= Νίκος Νικολαΐδης] «Άρχων εκ Κορίνθου»3, στο οποίο περικλείονται και στοιχεία ποδοσφαιρογενή. Δύο χρόνια μετά, παρουσιάστηκε και από τον ψευδώνυμο Πύρρο4 και πάλι ως καβαφική παρωδία5 με ίχνη ποδοσφαιρικής εικονογράφησης το ποίημα «Τι μην και αυτός…»6. Έκτοτε γράφτηκαν και δημοσιοποιήθηκαν πολλά κείμενα (ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, μαρτυρίες, δοκίμια, πραγματείες), άλλα θετικά προς το ποδόσφαιρο και άλλα αρνητικά διακείμενα προς το άθλημα, τα οποία εμπλούτισαν τον χώρο της νεοελληνικής ποδοσφαιρικής γραμματείας.
Γενικά και εισαγωγικά, ας επισημάνουμε ότι η αταλάντευτη αφιέρωση του ποδοσφαιρόφιλου στον σύλλογό του σημαίνει ακριβώς το αντίθετο από την εξόντωση του αθλητικού αντιπάλου . δηλώνει την οριστική και αμετάκλητη ένταξη στον σύλλογο, αλλά ταυτόχρονα και την υπαρξιακή μέθεξη στην ευρύτερη ποδοσφαιρική κοινότητα, εξέχοντα μέλη της οποίας βεβαίως είναι και οι αντίπαλοι ποδοσφαιριστές και οπαδοί. Το ποδόσφαιρο συγκεφαλαιώνει τη βαθύτατη επιθυμία και απόφαση του συνανήκειν με άξονα την ομάδα μας αλλά και τις αντίπαλες ομάδες, γιατί χωρίς αυτές απονεκρώνεται το άθλημα. Οι θεράπουσες και οι θεράποντες των ομαδικών αθλημάτων συνειδητά γνωρίζουν και, εάν όχι, ανεπιγνώστως συναισθάνονται, ότι δίχως τον συμπαίκτη αλλά και χωρίς τον αθλητικό αντίπαλο η οντότητά τους μηδενίζεται. Πολύ απλά: χωρίς τον αντίπαλο δεν υπάρχεις! Ως εκ τούτου, τα ομαδικά αθλήματα, με κορυφαίο το αναντίρρητα δημοφιλέστερο, καλλιεργούν την κουλτούρα τού εν αθλητική συγκρούσει συνυπάρχειν, και αυτό είναι κάτι που αφορά και τη φιλοσοφία του ποδοσφαίρου και τη λογοτεχνική έκφρασή της.
Οι φοβερές αλλοιώσεις της φύσης του ποδοσφαίρου, που εμφανίζονται ή και γιγαντώνονται σαν προεκτάσεις και συνέπειες του αθλήματος (τυφλή βία, χουλιγκανισμός, άδικη και σπαρακτική απώλεια ανθρωπίνων ζωών, δωροδοκίες, εμπορευματοποίηση και στοιχηματισμός στα όρια του παροξυσμού, κάθε είδους ανήθικες και απάνθρωπες συμπεριφορές), αποτελούν πεδίο μελέτης της κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας και, οπωσδήποτε, δεν συμμετέχουν στον σχηματισμό του πυρήνα της φιλοσοφίας του ποδοσφαίρου, παρότι εν μέρει αποτυπώνονται σε αρνητικά προς το ποδόσφαιρο λογοτεχνικά κείμενα. Ορισμένοι λογοτέχνες επιλέγουν να εκφράσουν καλλιτεχνικά αρνητικές όψεις της ζωής, που πιστεύουν ότι εκπροσωπούνται ή και εκπηγάζουν από το ποδόσφαιρο. Ωστόσο, άλλο πράγμα είναι η βαθύτερη φύση του ποδοσφαίρου ως ομαδικού αθλήματος και άλλο οι στρεβλώσεις ή και οι κτηνωδίες, οι οποίες στο κοινωνικό πεδίο φορούν επιφανειακά μια ποδοσφαιρική φανέλα, αλλά επί της ουσίας αδυνατούν να συγκαλύψουν την ανθρώπινη μικρότητα, την ανηθικότητα, την έλλειψη στοιχειώδους λογικής, τα κοινωνικά προβλήματα και τα αιμοσταγή ένστικτα.
Πολλά είναι, βέβαια, και τα κείμενα ποδοσφαιρικής λογοτεχνίας, που διάκεινται θετικά προς το άθλημα και τη φιλοσοφία του, εκπροσωπώντας και την ποιητική έκφραση, και τη δοκιμιακή περιοχή, και τη διηγηματογραφία, και τη μυθιστοριογραφία. Δίπλα στα λογοτεχνικά κείμενα με πυρήνα το ποδοσφαιρικό βίωμα, ανιχνεύονται και . κείμενα, στα οποία πρωτεύουν μεταφορές και παρομοιώσεις ως εκφραστικοί τρόποι, ώστε να δηλωθεί είτε θετικά είτε αρνητικά η υπαρξιακή περιπέτεια και με όρους ποδοσφαιρικούς. Τέλος, εντοπίζονται και λογοτεχνικές καταθέσεις, στις οποίες το ποδόσφαιρο ως εικονοποιία και αναφορά επιτελεί ρόλο περιφερειακό, συμβάλλοντα, ωστόσο, στην ενδυνάμωση του νοηματικού ιστού. Περιφερειακός είναι ο ρόλος του ποδοσφαίρου στο μυθιστόρημα του Περικλή Σφυρίδη Ψυχή μπλε και κόκκινη7. Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα συγκροτεί μία λογοτεχνική αποτύπωση της προπολεμικής και της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής πορείας της ελληνικής κοινωνίας, με τεχνοτροπικό άξονα τον βιωματικό ρεαλισμό:
Ως επιβεβαίωση της πραγματολογικά διακριβωμένης μυθιστορηματικής αφήγησης, στο σημείο που αυτή αφορά το ποδόσφαιρο8, σημειώνουμε ότι ο συγγραφέας έζησε και ζει στα πέριξ του «Κλεάνθης Βικελίδης», του παλαιόθεν γνωστού Γηπέδου Χαριλάου, ενώ διετέλεσε γιατρός της ποδοσφαιρικής ομάδας του Άρη.. Η ιδεολογική, πολιτική και ιστορική πάλη της εθνικόφρονος Ελλάδος με την Ελλάδα του αριστερού οράματος, που παραστατικά καθρεφτίζεται στον τίτλο του μυθιστορήματος και σημάδεψε βαθιά τον ελληνικό εικοστό αιώνα, χώρεσε και λίγο ποδόσφαιρο. Ο συγγραφέας και στο συγκεκριμένο απόσπασμα του μυθιστορήματός του, αξιοποιώντας βιωματική ύλη δομημένη και με αυτοβιογραφικές αναφορές, αποδίδει με τόνο πάντα ρεαλιστικό μία εγκιβωτισμένη στον βασικό αφηγηματικό ιστό ιστορία, οικοδομώντας σχέσεις και διαδρομές λογοτεχνικών ηρώων, που φωτίζουν ένα κοινωνικό και ανθρωπολογικό τοπίο, το οποίο εκτείνεται από την Κατοχή και την Αντίσταση έως τη δικτατορία και την εποχή της Μεταπολίτευσης. Ο Σφυρίδης, χαράσσοντας με σαφήνεια μία χρονική κατεύθυνση από το παρελθόν προς το αφηγηματικό παρόν, αξιοποιεί το ποδόσφαιρο σαν μία ψηφίδα του μυθιστορηματικού του μωσαϊκού. Ενδεχομένως νιώθει τη βαθύτερη φιλοσοφία του αθλήματος, αλλά δεν του δίνει ρόλο πρωταγωνιστή στο αφηγηματικό σύμπαν του έργου, περιορίζοντάς το στο συμπαθές πέρασμα ενός κομπάρσου.
Το ότι ο Σφυρίδης ήταν και είναι ένθερμος φίλος του Άρη Θεσσαλονίκης – φίλος όμως μεγάθυμος, με ευρυχωρία ψυχής και αποδεσμευμένος από τον εναγκαλισμό του στείρου οπαδισμού – δικαιολογεί τα όσα προλογικά επικαλεστήκαμε για τον βαθύτερο πυρήνα της φιλοσοφίας του ποδοσφαίρου, τα οποία φωτίζονται ευκρινέστερα και από ένα κείμενο μικρής φόρμας του συγγραφέα, που γράφτηκε και δημοσιεύτηκε στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα. Το «Γεια σου, Γιώργο»9 γράφτηκε για τον Γιώργο Κούδα, τον ποδοσφαιριστή – σημαία του ΠΑΟΚ, και εντάχθηκε σε σύμμεικτο τόμο, που συντέθηκε και εκδόθηκε προς τιμήν του σπουδαίου ποδοσφαιριστή.
«Από το μέσον της δεκαετίας του 1960 και μέχρι τη μεταπολίτευση ήμουν ο γιατρός του Α.Σ. “ΑΡΗΣ” (εκεί έβρισκα ανακούφιση στο αίσθημα ασφυξίας που μου προκαλούσε η εποχή). Γιατρός του “Άρη” σήμαινε να βρίσκομαι συνεχώς δίπλα στην ομάδα τόσο στις προπονήσεις – το σπίτι μου και το ιατρείο μου στο Χαριλάου απείχαν λίγα μόλις μέτρα από το γήπεδο – όσο και στους εντός και εκτός έδρας αγώνες μέσα πάντα στο γήπεδο. Φυσικό ήταν να γνωρίσω καλά όλους τους τότε ποδοσφαιριστές, μερικοί από τους οποίους έγιναν – και είναι κάποιοι ακόμη προσωπικοί μου φίλοι. Ήταν η εποχή που στους αρειανούς μεσουρανούσε το άστρο του Χρηστίδη ως τερματοφύλακα, που όταν είχε κέφια, κατέβασε τα “κεπέγκια” της εστίας του στους φιλόδοξους κυνηγούς της αντίπαλης ομάδας. Του Σπυρίδωνα που ήταν βράχος της άμυνας. Του Συρόπουλου που υπήρξε η ατμομηχανή της μεσαίας γραμμής. Του Αλεξιάδη που με τις κεφαλιές “ψαράκι” τρυπούσε τα δίχτυα της αντίπαλης εστίας. Των Ναλμπάντη και Παπαϊωάννου10 που με τις γρήγορες πλαγιοκοπήσεις τους έσπαζαν τις καρδιές των αντιπάλων μας.
Περισσότερο, όμως, από όλους εκείνους τους ποδοσφαιριστές θαύμαζα τον Γιώργο Κούδα και ας ήταν παοκτσής. Γιατί δεν έπαιζε μόνο μπάλα. Χόρευε μέσα στο γήπεδο. Αέρινος μ’ εκείνα τα μακριά μαύρα του μαλλιά, που ανέμιζαν, καθώς έτρεχε. Θύμιζε ελάφι. Οι ντρίμπλες του φανταστικές, τα σουτ ευθύβολα μού έκοβαν την ανάσα, κάθε φορά που έφτανε κοντά στην εστία μας. Αυτός φαίνεται πως υπήρξε και ο λόγος που θέλησα κάποτε να τον δω από κοντά. Ήταν, θυμάμαι, ένας αγώνας Άρη – ΠΑΟΚ και αποφάσισα να πάω στα αποδυτήρια της φιλοξενούμενης ομάδας, για να τον γνωρίσω. Καθόταν στον πάγκο και έδενε έναν ελαστικό επίδεσμο στο πόδι του. Πλησίασα με τρακ. “Έχουμε κάνα πρόβλημα, Γιώργο;” ρώτησα. Σήκωσε το κεφάλι και με ζύγιασε με το βλέμμα. “Τίποτα απολύτως, γιατρέ”, απάντησε με σεβασμό. Του ευχήθηκα καλή επιτυχία και έφυγα. Από τότε όποτε τον συναντούσα τυχαία στον δρόμο ή στα γήπεδα, ανταλλάσσαμε ένα “γεια σου, Γιώργο”, “γεια σου, γιατρέ”, μέχρι που η ζωή μας έριξε σε διαφορετικούς δρόμους και χαθήκαμε. Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, αμφιβάλλω αν ο Κούδας ήξερε ή ξέρει το όνομά μου. Ήταν το αστέρι με τους χιλιάδες θαυμαστές σε όλη την Ελλάδα κι εγώ ένας από αυτούς.
Από τότε πέρασαν χρόνια. Χρόνια έχω να πάω και στο γήπεδο. Με σκοτώνει η τυφλή βία, που δηλητηριάζει το ποδόσφαιρο, και οι διάφοροι “νεόπλουτοι” παράγοντες, που αγοράζουν ομάδες, για να κάνουν το δικό τους “παιχνίδι”. Βέβαια, παρακολουθώ κάποιους σημαντικούς αγώνες από την τηλεόραση και γνωρίζω τα καλοπληρωμένα, σύγχρονα, παγκόσμια ινδάλματα. Κανένας, όμως, δεν με συγκινεί όσο τότε ο Κούδας. Όταν βλέπω καμιά φορά τον Γιώργο στην τηλεόραση, με τον χρόνο να έχει θερίσει την άλλοτε μακριά σαν χαίτη κόμη του, εμφανίζεται στην οθόνη του μυαλού μου ένα ελάφι που καλπάζει. Ο Κούδας κέρδισε τους φιλάθλους της εποχής του, αλλά η φήμη του έγινε μύθος, που συγκινεί και τους νέους, που δεν τον έχουν δει να παίζει ποτέ μπάλα. Τι είναι, λοιπόν, αυτό που έκανε τον κόσμο ν’ αγαπήσει τόσο πολύ τον Κούδα και να μην τον ξεχνάει; Πιστεύω δύο πράγματα: το χαρισματικό του ταλέντο και το ήθος του. Δεν θυμάμαι ποτέ τον Κούδα να χτυπάει αντίπαλο ή να βρίζει ακόμη κι αν του έσερναν οι αντίπαλοι τα μύρια όσα, για να ανακόψουν τις επιθέσεις του. Ο Κούδας υπήρξε υπόδειγμα αθλητή, γι’ αυτό μας κέρδισε όλους.
Φίλε Γιώργο, τώρα που ο Κώστας Μπλιάτκας μού ζήτησε να γράψω δυο λόγια για σένα, θέλω να ξέρεις ότι μου χάρισες αξέχαστες συγκινήσεις μέσα στο γήπεδο έστω και ως αντίπαλος».
Η μυθοπλαστική φόρτιση της πεζογραφίας του Σφυρίδη ως βασικού εκπροσώπου του βιωματικού ρεαλισμού, ούτως ή άλλως, δεν έχει μεγάλη δυναμική. Εδώ, όμως, η κειμενική συνθήκη αποκλείει εντελώς κάθε ίχνος μυθοπλασίας: το «Γεια σου, Γιώργο» συντέθηκε in honore και εδράζεται απολύτως στο έδαφος της αυτοβιογραφικής αφήγησης, με σηματωρούς την εκτίμηση της αθλητικής αξίας του τιμωμένου και την εξημμένη συναισθηματική εμπλοκή του γράφοντος.
Η ποδοσφαιρική υπέρβαση του Σφυρίδη αποκτά μεγαλύτερη αξία για τους γνήσιους ποδοσφαιρόφιλους (άρα, και αναπόδραστα οπαδούς. Οι politically correct τοποθετήσεις του τύπου «Είμαι μόνο Εθνική Ελλάδος» δεν αντέχουν σε σοβαρό κριτικό και βιωματικό έλεγχο!). Οι τελευταίοι γνωρίζουν και απολύτως συναισθάνονται ότι το πρωτείο στην πόλη και η καθημερινή συναναστροφή με τα συνεπακόλουθα της αθλητικής νίκης ή ήττας, δεν βιώνονται υψηλόβαθμα στα Ολυμπιακός – ΠΑΟΚ, ΑΕΚ – Άρης, Ρεάλ – Μπαρτσελόνα ή Λίβερπουλ – Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Όπου και αν έφερε ορισμένους συλλόγους η οικονομική και ιστορική συγκυρία, «ντέρμπυ» σε όλες του τις διαστάσεις είναι (ή, οπωσδήποτε, ήταν) τα ΠΑΟΚ – Άρης, Ολυμπιακός – Εθνικός, ΑΕΚ – Παναθηναϊκός, Λίβερπουλ – Έβερτον, Άρσεναλ – Τότεναμ, Μπαρτσελόνα – Εσπανιόλ, Ρεάλ – Ατλέτικο, Ίντερ – Μίλαν, Σέλτικ – Ρέιντζερς, Πενιαρόλ – Νασιονάλ, κ.π.ά. Το Ομόνοια – ΑΠΟΕΛ, το ΟΦΗ – Εργοτέλης, το Νίκη Βόλου – Ολυμπιακός Βόλου, αλλά και το Προοδευτική – Ιωνικός δεν πάνε πίσω, αλλά ας φύγουμε από τις βαθιές ποδοσφαιρικές ιστορίες.
Με τη γνωστή θέση του αμερικανού πεζογράφου Ron Carlson, η οποία προωθεί την πρόσληψη και τη λογοτεχνική μετάπλαση ακόμη και των ξένων βιωμάτων ως προσωπικών για τον συγγραφέα, θα συμφωνούσαν πολλοί λογοτέχνες, ο Περικλής Σφυρίδης σίγουρα: «Πάντα γράφουμε από τις εμπειρίες μας, είτε είναι δικές μας είτε δεν είναι»11. Η βιωματική εμπλοκή του Σφυρίδη στις ιστορίες των λογοτεχνικών ηρώων του είναι όχι απλώς ορατή και ανιχνεύσιμη, αλλά δεσπόζουσα, ακόμα και όταν αφηγητής και πρωταγωνιστής δεν συμπίπτουν. Κατά τούτο, το πεζογραφικό του έργο είναι επί της ουσίας η λογοτεχνικά δοσμένη αυτοβιογραφία του, επιμερισμένη σε διηγήματα, μαρτυρίες και μυθιστορήματα. Ακόμη και τα ποιήματα, με τα οποία ο Σφυρίδης ξεκίνησε να διανύει το στάδιο της λογοτεχνικής του παρουσίας, προσδιορίζονται θεματικά από εγγραφές αυτοβιογραφικές, γεγονός πολύ φυσικό, εάν σκεφτούμε ότι στο επίκεντρο του πυρήνα, ιδίως της ποιητικής έκφρασης, εντοπίζεται (ευκρινέστερα από ό,τι σε άλλα λογοτεχνικά είδη) η συναισθηματική δόνηση που προέρχεται από τα βιώματα του γράφοντος ή της γραφούσης. Το «Γεια σου, Γιώργο» είναι ένας ακόμη κρίκος στη μακρά αλυσίδα αυτοβιογραφικών κειμένων του Περικλή Σφυρίδη. Επειδή, μάλιστα, η κειμενική στόχευση ως απόδοση θαυμασμού και εκτίμησης προς τον Γιώργο Κούδα επιτρέπει τη συγγραφική απομάκρυνση από κάθε μυθοπλασία, ο Σφυρίδης λέει ευθέως αυτό που θέλει να πει, χωρίς αφηγηματικά τεχνάσματα και αξιοποιώντας την απλούστερη συγγραφική στρατηγική. (η απλότητα στη συγγραφή δεν σημαίνει «απλοϊκότητα» ούτε και είναι εύκολη ως προς την επίτευξή της). Οι ποδοσφαιρικές σελίδες του Σφυρίδη, είτε περιφερειακές ως προς την οργανική ενότητα του μυθιστορήματος Ψυχή μπλε και κόκκινη, είτε επικεντρωμένος σε μία σημαντική ποδοσφαιρική μορφή, όπως συμβαίνει στο «Γεια σου, Γιώργο», είναι σελίδες αυτοβιογραφικές, εκφρασμένες με έναν προσωπικό λογοτεχνικό επιτονισμό.
Ο Σφυρίδης υπηρέτησε ανιδιοτελώς τον σύλλογό του για πολλά χρόνια, αλλά με το «Γεια σου, Γιώργο» δεν απέδωσε απλώς τον δίκαιο έπαινο σε έναν από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές της μεταπολεμικής περιόδου. Ταυτόχρονα, δίδαξε με τον τρόπο του ποδοσφαιρικό και αθλητικό ήθος. Οι εμμονές και οι εμπάθειες δεν απουσιάζουν από τους καλλιτέχνες, στους λογοτέχνες δε, περισσεύουν. Ο Περικλής σίγουρα καταλαβαίνει ότι ένας μειλίχιος, χαμηλότονος, άνευρος, σφαιρικός και πάντα διαλλακτικός Σφυρίδης, πόρρω απέχων της πεισματώδους πεποίθησης και της ανυποχώρητης ισχυρογνωμοσύνης, ανευρίσκεται μόνον στην άλω των ονείρων θερινής νυκτός. Και όμως, στο θέμα «ποδόσφαιρο» έσπασε τα δεσμά του οπαδισμού, επέδειξε μεγαθυμία και παραδοχή της αξίας του αντιπάλου και αυτό δεν μπορούμε παρά να του το πιστώσουμε.
1 Βλ. τις πολλαπλές, αναφορές στην ελληνική ποδοσφαιρική λογοτεχνία, στο υπό εκτύπωσιν βιβλίο τού υπογράφοντος, «Άθλημα ή αθλιότης;». Το ποδόσφαιρο και η φιλοσοφία του στη νεοελληνική λογοτεχνία του εικοστού αιώνα, Αθήνα, Πεδίο, 2023.
2 Emm. Gambardella, Ο ποδοσφαιριστής. Μονόπρακτος κωμωδία, μετάφρασις: Γεωργ. Δέλιου, Θεσσαλονίκη [χωρίς ονομασία εκδότη] 1930. Όπως πληροφορεί η Θάλεια Ιερωνυμάκη («Κουίζ 27», Χάρτης, τχ. 29, 2021: https://www.hartismag.gr/hartis-29/tehnasmata/lypamai-xasate-ex-orismoy και «Λυπάμαι, χάσατε (εξ ορισμού)», Χάρτης, τχ. 30, 2021:https://www.hartismag.gr/hartis-30/tehnasmata/lypamai-xasate-ex-orismoy), ο Κωστής Παλαμάς έγραψε το 1931 το ποίημα «Ο αθλητής (Για τον αθλητικόν όμιλον “Λαρισαϊκός”)». Το ποίημα δεν είναι ποδοσφαιρικό, παρότι ο ιδρυμένος το 1930 σύλλογος έφερε την ονομασία «Αθλητικός Ποδοσφαιρικός Όμιλος Λάρισας “Λαρισαϊκός”».
3 Βλ. περ. Τα Νέα, 19.04.1930.
4 Ο Νικόλαος Χαρ. Γεωργιάδης και ο Χρήστος Χριστοβασίλης, που χρησιμοποίησαν μεταξύ άλλων ψευδωνύμων και το «Πύρρος», δεν φαίνεται να συνδέονται με τη συγκεκριμένη καβαφική παρωδία. Βλ. Κυριάκος Ντελόπουλος, Νεοελληνικά φιλολογικά ψευδώνυμα, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 32005, σ. 105, 186, 404-405.
5 Τα δύο ποιήματα και τα στοιχεία των πρώτων δημοσιεύσεών του βλ. στο Παρωδίες καβαφικών ποιημάτων 1917-1997, συγκέντρωση – παρουσίαση – σχόλια: Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Αθήνα, Πατάκης, 1998, σ. 54-55, 62, 216, 217.
6 Βλ. Νέα Εστία, τχ. 135, (01.08.) 1932, σ. 838. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Σαμίων, τον Ιούλιο του 1932.
7 Αθήνα, Καστανιώτης, 1996.
8 Βλ. και Γιώργος Αναστασιάδης (επιμ.), Στα γήπεδα η πόλη αναστενάζει – 16 κείμενα για την παλιά Θεσσαλονίκη του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 1999, σ. 141-144.
9 Περικλής Σφυρίδης, «Γεια σου, Γιώργο», στο Κώστας Δ. Μπλιάτκας (έρευνα – κείμενο), Γιώργος Κούδας. Της ζωής μου το ταξίδι, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2005, σ. 254-256. Βιβλιογραφική σήμανση του κειμένου βλ. και στο Σωτηρία Σταυρακοπούλου, Περικλής Σφυρίδης. Ο πεζογράφος και η κριτική για το έργο του, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2011, σ. 340.
10 Όλοι οι εδώ αναφερόμενοι [= Νίκος Χρηστίδης, Άγγελος Σπυρίδων, Βαγγέλης Συρόπουλος (το επώνυμό του από τυπογραφικό λάθος στην πρώτη δημοσίευση του κειμένου αναγράφεται εσφαλμένα ως «Σπυρόπουλος»), Αλέκος Αλεξιάδης, Χρήστος Ναλμπάντης, Κώστας Παπαϊωάννου] υπήρξαν ποδοσφαιριστές του Άρη Θεσσαλονίκης, κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970.
11 Βλ., δείγματος χάριν, τη φράση ως μότο στο Νίκος Παπανδρέου, Λεπτή γραμμή. Διηγήματα, Αθήνα, Καστανιώτης, 1997, σ. 11.
Παρέμβαση, περιοδικό λόγου & τέχνης, τεύχος 211-212
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...