Daily Archives: 6 Ιολ. 2022

Ο  μακιγιέρ*

Σίμος Οφλίδης

Δεν άνηκα ποτέ σε κάποια αγέλη, κόμμα, θρησκευτική οργάνωση. Μοναχός μου ήθελα να κουμαντάρω τον εαυτό μου. Μοναχικός καβαλά- ρης πάνω σε μία εντούρο τεμάχιζα τον κόσμο σε φέτες σαν πολίτικο μπακλαβά. Ξαμολιόμουνα στη φύση, στις απόμερες παραλίες, στα βουνά και στα λαγκάδια.

Πρόσεχα, πρόσεχα πολύ στην οδήγηση. Πάντα κρατούσα αποστάσεις ασφαλείας. Ώσπου… Άγρια πλαγιομετωπική με φορτηγάκι αγροτικό. Παραβίασε στοπ ο μαλάκας! Κάνοντας μια πιρουέτα στον αέρα πετάχτηκα είκοσι μέτρα μέσα σ’ ένα χέρσο χωράφι. Χάθηκα με το πρώτο, τη στιγμή της ανώμαλης προσγείωσης.

Υπέροχος θάνατος! Μια κι έξω. Πήδηξα τον φράκτη του χρόνου κι έπαψα οριστικά να τρέχω. Το τροχάδην θα το συνεχίσετε εσείς οι υπόλοιποι.

Δεν πρόλαβα να χαρώ τη ζωή; Χαρείτε την εσείς, απολαύστε την μελαγχολία του παρόντος! Καφέδες χωρίς καφεΐνη, τσιγάρα χωρίς νικοτίνη, σας αφήνω να τη γεύεστε τόσο άνοστη όπως κατάντησε. Να σας ζαλίζουνε τ’ αφτιά κουρασμένα λόγια, να ζείτε καιρούς αδιάφορους, να υποφέρετε την αλλόκοτη περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης. Εγώ ξεμπέρδεψα μαζί της στα είκοσι έξη.

Προτού καν μάθω να κάνω κόμπο την γραβάτα μου για τη δουλειά.

***

Από μικρός κατάλαβα πως μου ταίριαζε γάντι η μοναχική πορεία. Στο γυμνάσιο δεν είχα φίλους, τα κορίτσια με τρομοκρατούσαν. Το γυναικείο κορμί πρωτογνώρισα φαντάρος σ’ ένα μπουρδέλο στον Έβρο. Με πήγαν κάποιες παλιοσειρές με το ζόρι.

«Είσαι για μια μπουρδελότσαρκα; Θα βγάλουμε γούστα».

Επέμεναν πολύ.

Σκέτη απογοήτευση! Χαμούρα, γλιτσιάρα, ξεχαρβαλωμένη, παλιοπουτάνα… Δεν έβγαλε καν το σουτιέν. Αγενέστατη.

«Τέλειωνε, δεν θα ξημερωθούμε!»

Μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή. Αηδίασα. Πώς να ενωθείς σαρκικά με κάτι που δεν σ’ ενδιαφέρει;

Μόλις απολύθηκα από το στρατό έπιασα δουλειά σ’ ένα μικρό γραφείο τουρισμού στην Κουντουριώτη. Έκοβα εισιτήρια για βαπόρια, αεροπλάνα, πούλμαν, τραίνα. Μου έδιναν τα λεφτά ή την πιστωτική, τους έδινα το εισιτήριο και τα ρέστα και πάμε στον επόμενο. Ελάχιστες κουβέντες με τους πελάτες. Τέλεια!

Το ιστορικό μου με γυναίκες ανύπαρκτο. Ούτε καν σύντομες ξεθυμασμένες περιπτώσεις. Οι γυναίκες έλκονται από τους τζέντλεμαν αλλά προτιμούν να ξαπλώνουν με τα κοπρόσκυλα. Δεν ανήκω σε καμία απ’ αυτές τις περιπτώσεις.

Χίλιες φορές καλύτερα μοναχός, να ονειροπολώ καβάλα στην αγαπημένη μου μηχανή. Τετρακοσάρα η κούκλα μου. Διακόσια σαράντα τελική. Άκουγε στο τσαφ τις επιθυμίες μου, χατίρι δεν μου χαλούσε.

Τα απογεύματα αράζω στο δωμάτιο και βάζω δίσκους βινύλιου στο πικ απ. Μπιτλάκια, Ρόλινγκ Στοουνς, Τζόαν Μπαέζ, Τζίμι Χέντριξ. Στους τοίχους με συντροφεύουν αφίσες με μοτοσυκλέτες. Μελετάω ταξιδιωτικά βιβλία και λεπτομερείς χάρτες με καταφύγια, κάμπινγκ και μονοπάτια στα δάση που τα τρυπάνε από τη μια μεριά ίσαμε την άλλη, κατάλληλα για μηχανές.

Αργά το βράδυ απολαμβάνω στην τηλεόραση των 42 ιντσών ταινίες από το βιντεοκλάμπ της γειτονιάς. Συνήθως νουάρ. Μπαρτ Λάγκαστερ, Ρόμπερ Μίτσαμ και Κερκ Ντάγκλας οι αδυναμίες μου. Θαυμάσιοι ηθοποιοί, υπέροχα σώματα. Αντράκλες!

Τα σαββατοκύριακα καβαλάω την εντούρο και χάνομαι. Το προηγούμενο είχα πάει στα Λιβάδια, ένα χωριό στη βορεινή πλευρά του Πάικου. Γεύτηκα καλομαγειρεμένη γίδα βραστή, μπρούσικο κρασί και ντυμένος γερά κοιμήθηκα στο σλίπινγκ μπακ παρέα με μια ξαστεριά γεμάτη υποσχέσεις, κουβεντιάζοντας με όνειρα απραγματοποίητα. Υπέροχο μέρος, στα χίλια τόσα μέτρα υψόμετρο. Σχεδίαζα να ξαναπάω. Δυστυχώς λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο.

«Να φοράς γραβάτα!» με παρατηρούσε το αφεντικό στη δουλειά. Και χτες πάλι μου το υπενθύμισε. Βρε, άντε άσε μας.

***

Από το τροχαίο το σώμα μου έμεινε απείραχτο, ούτε γρατζουνιά. Φορούσα την δερμάτινη φόρμα του μοτοσικλετιστή. Αλλά τα μούτρα στραπατσαρίστηκαν. Είχα ξεχάσει το κράνος στο σπίτι.

Η μάνα μου μόλις με είδε στο νεκροτομείο έπεσε λιπόθυμη. Ο πατέρας μου,

«Να τον έχουμε σκεπασμένο στην κάσα».

«Αφήστε το παλικάρι σε μας και θα δείτε. Αν δεν σας ικανοποιήσει το αποτέλεσμα καπακώνουμε το φέρετρο μια και καλή», τους έπεισε με το μελιστάλαχτο ύφος του ο τελετάρχης του γραφείου, ο περιώνυμος κύριος Βασιλειάδης. Ήξερε τα βέλη που είχε στη φαρέτρα του. Αλλά και οι δικοί μου σάμπως διέθεταν μυαλό εκείνη την ώρα για να φέρουν αντιρρήσεις.

***

Είμαι ξαπλωμένος στη μαρμάρινη κλίνη του νεκροστάσιου, περιχαρακωμένος στη μοίρα μου, σκεπασμένος με σεντόνι. Στο μεγάλο δάχτυλο του αριστερού ποδιού υπάρχει δεμένο καρτελάκι με τα στοιχεία μου. Όπως στα γεννητούρια μου στη μαιευτική κλινική που μου πέρασαν βραχιολάκι με το επώνυμό μου. Στα νεκροστάσια και στα μαιευτήρια προσέχουν πάρα πολύ μην γίνει καμιά κουτσουκέλα και πάρουν το μωρό άλλοι γονείς ή θάψουν στον τάφο ξένο πτώμα.

Έπεσα σε καλά χέρια. Ο άνθρωπος που ανέλαβε να με σουλουπώσει, στα νιάτα του έκανε ηθοποιός στο θέατρο. Επαγγελματίας. Μπορεί στα υποκριτικά του προσόντα να υπήρξε μια μετριότητα αλλά στο μακιγιάζ του προσώπου άπαιχτος. Στα καμαρίνια παιδευόταν με τις ώρες. Κατάφερνε με τα μέικ απ και τα κραγιόνια να παρουσιάζεται στη σκηνή ως βασιλιάς, αξιωματικός, παρακατιανός φαντάρος. Εραστής και τρόφιμος γηροκομείου.

Εξελίχθηκε στον τέλειο μακιγιέρ. Οι συνάδελφοί του σ’ αυτόν έτρεχαν να τους περάσει ένα τελευταίο χέρι προτού βγούνε στη σκηνή. Ιδίως στις πρεμιέρες ουρές μπροστά στο μπουντουάρ του. Έλα όμως που το θέατρο έπαψε να ‘χει μεροκάματο, ενώ τα γραφεία κηδειών πληρώνουν καλά ή έστω καλύτερα.

Ο τύπος είναι πανέμορφος. Θαρρείς και πρόκειται για τον Άγγελο που θα παραλάβει την ψυχή μου. Μαλλιά στο χρώμα του κεχριμπαριού, σχολαστικά χτενισμένα. Κορμοστασιά άγαλμα. Οι θωρακικοί μυς και τα ποντίκια γυμνασμένα ατελείωτες ώρες. Θυμίζει τον Χέλμουτ Μπέργκερ στην ταινία «Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι», στο πιο αθλητικό.

Ο χώρος του νεκροστάσιου παραπέμπει σε σκηνικό από θέατρο του παραλόγου, θυμίζει μεγάλες στιγμές του Ιονέσκου. Ίσως γι’ αυτό, ηθοποιός για, την ώρα της περιποίησης χαλαρώνει και αρχίζει να μου ανοίγει την καρδιά του.

«Που λες, αγόρι μου, την απόφαση να ασχοληθώ με τους νεκρούς την πήρα όταν συνεργάστηκα  με  τον  συχωρεμένο  τον Κηδεία. Τον είχες ακουστά; Αξέχαστος ο τύπος! Δίπλα του έμαθα να αντιμετωπίζω τους πεθαμένους σαν φιλαράκια. Δεν έμεινα όμως στα όσα έζησα μαζί του. Σπούδασα σε θερινά και χειμερινά δεκαήμερα σεμινάρια. Έκανα πρακτική εξάσκηση, δίπλα σε εξειδικευμένους επαγγελματίες. Τα υλικά του μακιγιάζ, τον τρόπο χρήσης τους, τις ποσότητες που χρησιμοποιούνται. Υπάρχει διαφορά στο πως θα βάψεις τον νεκρό από το πώς θα το κάνεις σε κάποιον ζωντανό. Άλλη ποσότητα θέλει ο ένας, άλλη ο άλλος. Ο ζωντανός οργανισμός απορροφάει. Στο νεκρό κλείνουν οι πόροι, δεν λειτουργεί το δέρμα».

Καθαρίζει προσεχτικά με βαμβάκι βουτηγμένο στο λευκό οινόπνευμα τα αίματα από το μέτωπο, τα μάγουλα, την διαλυμένη μύτη, το σακατεμένο πηγούνι, το λαιμό. Παιδεύεται ιδιαίτερα με τα ξεραμένα πάνω στα μαλλιά και τα φρύδια μου.

«Έχεις και πυκνή τρίχα, πανάθεμά σε!»

Βάζει όλη του τη δύναμη. Κοντεύει να τα ξεριζώσει. Ευτυχώς δεν πονάω. Εν τέλει νομίζω πως τα κατάφερε, στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε η ικανοποίηση.

«Καλά πήγαμε ως εδώ. Στο μέτωπο θέλει λίγο ακόμα».  Αφήνει το χρησιμοποιημένο βαμβάκι και συνεχίζει με καθαρό.

«Την πρώτη φορά μονάχος μου με τον νεκρό ένιωσα περίεργα, μια κρυάδα. Όμως δεν άφησα στο φόβο να πάρει το πάνω χέρι, δεν έκανα αρνητικές σκέψεις… Ααα, ρε Κηδεία!»

Τα μάτια του γυαλίζουν, βουρκώνουν. Τα χέρια τρέμουν ελαφρώς.

«Να σου πω ένα μυστικό μου;» Καθυστερεί για λίγο.

«Πολύ προσωπικό. Θα στο πω γιατί ξέρω πως είσαι τάφος και δεν θα βρομίσεις. Οι γυναίκες δεν είναι και τόσο του γούστου μου. Παραείναι…

»

Παραείναι τι; Κομπιάζει, κόβει την πρόταση στη μέση.

«Μην  το  κουράζουμε  άλλο.  Πάμε,  αγόρι  μου,  κατ’  ευθείαν  στο ζουμί».

Βγάζει τον αναστεναγμό πριν από μια βαρυσήμαντη ανακοίνωση.

«Τον Κηδεία τον ερωτεύτηκα!»

Μάλιστα, μάλιστα!… Το ‘πε και σα να του ‘φυγε ένα βάρος.

«Κάργα ερωτευμένος, σου λέω! Άντρας με τα ούλα του. Μελαχρινός, τρίχες στα μπράτσα και το στήθος, βλέμμα να σε ξεσκίζει. Έψαχνα ν’ ακουμπήσω «τυχαία» στο χέρι του, μια και ο Κηδείας, αμετανόητος στρέιτ, (αυτό πρέπει πολύ να τον έτσουξε τον μακιγιέρ), δεν μ’ άφηνε να προχωρήσω. Στο κορμί μου πλημμύριζε ένα αίσθημα διεγερτικής πληρότητας, ένας ερωτικός πόθος, ένας ηλεκτρισμός… Αλλά άσε, άσε καλύτερα, μην σε ξεσηκώνω και σένα…»

Άκου να με ξεσηκώνει! Μοιάζει χαμένος στο κόσμο του.

«Γνωριστήκαμε στην κηδεία της γειτόνισσάς μου της «δεσποινίδας» Σοφίας. Αυτό συνέβη στις 17 Σεπτεμβρίου του 2006, πάνω στη γιορτή της. Μέχρι μέρα θυμάμαι, Τρίτη. Ξεχνιούνται τέτοια συνταραχτικά γεγονότα!»

Ρουφάω τα λόγια του καθώς διορθώνει μια τούφα μαλλιά πίσω από το δεξί μου αφτί.

«Εγώ μένω σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στον πέμπτο όροφο ενός νεοκλασικού χωρίς ασανσέρ. Στο ίδιο όροφο έμενε και η συχωρεμένη. Μεγαλοκοπέλα. Στα εξήντα πέντε της πήγε στα καλά καθούμενα από καραμπινάτο εγκεφαλικό. Κατέληξε μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες. Με τη Σοφία κάναμε τακτικά παρέα. Πολλά απογεύματα πίναμε τον καφέ».

Επιμένει με τα ξεραμένα αίματα στα μαλλιά. Τελειομανής.

«Ο Κηδείας, που λες, ανέλαβε την μεταφορά στο χωριό της. Λαχταρούσε πάντα η καημένη τόσο πολύ να επιστρέψει για πάντα. Τα κατάφερε!»

Χαμογελάει λυπημένα. Τα μάτια του αστράφτουν από υπερδιέγερση.

Συνεχίζει την εξομολόγηση.

«Από την ώρα που τον είδα ζαλίστηκα. Η έντονη αρρενωπότητά του με τρέλανε. Άσκημος. Αυτό με τρέλανε ακόμα πιο πολύ. Και άξεστος. Ζωώδης. Άσπλαχνος, ψυχρός. Ο ορισμός του τέλειου αρσενικού!»

Το βλέμμα του ονειροπόλο ταξιδεύει στο παρελθόν. Βγάζει τον αναστεναγμό της νοσταλγίας.

«Αχ, θα πρέπει να ήταν ένας έμπειρος, κυνικός και ανενδοίαστος εραστής. Αχ, θα πρέπει να ήταν…»

Ταξιδεύει παρέα με το παρελθόν.

«“Θα με βοηθήσεις να την κατεβάσουμε από τις σκάλες;” Καλά, ήθελε και ρώτημα. “Καθίστε πρώτα να την σουλουπώσω λιγάκι”, του λέω. “Κοκέτα πάντα η μακαρίτισσα, μην τη στείλουμε σ’ αυτά τα χάλια στο χωριό”. Ο Κηδείας με παρακολούθησε στο μακιγιάζ. Κάποια στιγμή, χωρίς να ρωτήσει, μου αρπάζει το πινελάκι από το χέρι. Με ακούμπησε! Θεέ μου! “Άσε με, ρε παλικάρι, από το άλλο μάγουλο θα την βάλλω εγώ απ’ αυτό”. Τότε δεν ήξερε ο χαζούλης ακόμα ούτε το μέικ απ».

Το βλέμμα του συνεχίζει το ταξίδι.

«Μισή ώρα κάναμε μέχρι να κατεβάσουμε το κωλοφέρετρο. Μου σακατεύτηκαν χέρια, μέσες, γόνατα. Αλλά κουβέντα. Τον έβλεπα μπροστά μου κι έπαιρνα κουράγιο. Ο ιδρώτας του έζεχνε απλώνοντας πίσω του χαλί αρσενικής εξουσίας».

Σα να κατάλαβε πως το παρατράβηξε και η δουλειά του μαζί μου τραβούσε πίσω. Έβγαλε έναν αναστεναγμό και,

«Με τα αίματα ξεμπερδέψαμε. Ωραία».

Πετάει σ’ έναν κάδο τα βαμβάκια και πιάνει ένα κουτί. Το ανοίγει και ανακατώνει ένα παχύρευστο, ασπριδερό υγρό. Θυμίζει την αλευρόκολλα που χρησιμοποιούσα πιτσιρικάς για να φτιάξω τον χαρταετό μου. Μ’ ένα πινέλο αλείβει το υγρό στα μέρη που έχει να κολλήσει μυς ξηλωμένους από το πρόσωπο. Κόλλα στιγμής. Δουλεύει και συγχρόνως αναλύει λεπτομέρειες από τη δουλειά του. Μου είναι αδιάφορες. Αλλά μ’ αρέσει πολύ να τον ακούω. Χρυσορρήμων! Τέλειωσε με το πασάλειμμα. Κολλάει με προσοχή τους μυς και πιάνει τα σύνεργα της ραπτικής. Προσπαθεί να ράψει το αριστερό μου μάγουλο που έχει ξηλωθεί μέχρι το ζυγωματικό και το πάνω σαγόνι. Κρέμεται σε μια πέτσα. Οι αριστεροί τραπεζίτες φοβίζουν λες και θα πρωταγωνιστήσω σε γκραν γκινιόλ με ζόμπι. Χαμογελάει.

«Δεν σε πονάω, γλυκό αγόρι, ε;»

Συνεχίζει προσεχτικά να καλύψει τα ούλα και την αποκρουστική οδοντοστοιχία. Ράβει μέχρι το λοβό του αφτιού και την φαβορίτα.

Κάνει ένα βήμα πίσω. Ελέγχει αν έραψε σωστά.

«Καλά προχωράμε…»

Το νεκροστάσιο χαμηλοτάβανο, χωρίς εξαερισμό και κλιματιστικά. Η ζέστη αποπνιχτική.

«Συννεφόκαμα, να πάρει!…»

Έχει ιδρώσει. Σκουπίζει το πρόσωπο με χαρτομάντιλο. Βγάζει το πάνω μέρος από τη φόρμα εργασίας. Το αφήνει σε μια καρέκλα.

Ανασαίνει βαριά. Να κουράστηκε; Αδύνατον. Δεν δείχνει πάνω από τριανταπέντε και μοιάζει γυμνασμένος. Σέρνει μια καρέκλα δίπλα μου. Κάθεται. Παραμένει για λίγο σκεφτικός. Πιθανόν σεκλετισμένος. Το βλέμμα του ξαναγίνεται ονειροπόλο.

«Τον θυμάμαι όταν κατεβάζαμε από τις σκάλες τη Σοφία. Αχ, οι παλάμες του δουλεμένες, τα χέρια του τανάλιες, να σε σφίξουν και να σε λεώσουν. Οι μυς στα μπράτσα είχαν την τέλεια γράμμωση, αυτήν που δωρίζει η φύση κι όχι τα γυμναστήρια. Οι χερούκλες του… Αχ, τι κρίμα! Ο έρωτάς μου γι’ αυτόν παρέμεινε πλατωνικός».

Ο μακιγιέρ δεν μπορούσε να βάλει φραγμό στο χείμαρρο των εξομολογήσεων. Επιμένει ο Κηδείας να του πιπιλίζει το μυαλό. Κι όπως είναι ζαλισμένος από το ποτό του ανεκπλήρωτου πόθου, πλησιάζει ασυναίσθητα το ζεστό του χέρι στο παγωμένο δικό μου. Το πιάνει. Ενστικτώδης κίνηση, χωρίς πρόθεση; Ή με πρόθεση; Προσέχω τα νύχια του. Σχολαστικά περιποιημένα. Τα φρύδια του πειραγμένα ελαφρώς. Ανάλαφρο το σφίξιμο.

Απόλυτη σιωπή. Τώρα μιλάει μόνο με το χέρι του. Ένα χέρι θερμό, σίγουρο για τον εαυτό του, ευγενικό, ειλικρινές. Ο αντίχειράς του στέλνει διακριτικά μηνύματα στην παλάμη μου. Ικετευτικά; Σκορπίζει ηδυπάθεια στο κορμί μου. Χτυπάει ερωτικές χορδές στο σαβανωμένο μου στήθος. Ένας γλυκός πυρετός έρπει στα μηνίγγια μου. Ηδονή! Επιτέλους απολαμβάνω την ηδονή. Αυτή που στερήθηκα με την κρυόκωλη τη Φώφη.

Κρατάει το χέρι μου σαν ζαχαρωτό γλειφιτζούρι. Δεν θα το φάει, δεν θα το δαγκάσει, θα το γλείφει αιώνια. Απομακρύνει το χέρι από το δικό μου. Δυστυχώς όλα έχουν ένα τέλος. Σηκώνεται. Με εξετάζει προσεχτικά. Πηγαίνει στην πόρτα. Μου ρίχνει ένα τελευταίο βλέμμα. Κλείνει το φως. Την ώρα που βγαίνει,

«Γλυκό αγόρι, επιστρέφω, μην ανησυχείς».

Θα ‘θελα να του ξεστομίσω μερικές παθιασμένες λέξεις… Παρ’ ό,τι παγωμένος καίγομαι, εξαϋλώνομαι, ανεβαίνω προς τα πάνω σαν τον καπνό από το λιβάνι που σιγοκαίει στο θυμιατήρι δίπλα μου. Οι σκέψεις μου γι’ αυτόν μαλάσσονται σαν πλαστελίνη. Ακούω την πόρτα την ώρα που κλείνει. Με πλακώνει το απόλυτο σκοτάδι. Οι νεκροθάλαμοι δεν έχουν παράθυρα. Τυφλοί σαν τις αποθήκες υλικών. Αποθήκες πτωμάτων. Να τρελαίνεσαι! Δεν πιστεύω να διηγείται σε όλους την ιστορία του. Θα με πείραζε. Θέλω την ξέρω μονάχα εγώ. Απαιτώ αποκλειστικότητα στις εκμυστηρεύσεις του. Θα ‘ναι σαν να με απατάει. Λέτε να μην ξανάρθει να με δει; Δεν μου ‘πε και τ’ όνομά του. Σ’ αυτό το μπουντρούμι, το σκοτεινό και ερεβώδες, αρχίζει να μυρίζει έντονα θανατίλα. Ή μύριζε από πριν κι εγώ, αφοσιωμένος στον μακιγιέρ, δεν το κατάλαβα. Οι άλλοι τρεις που ξενυχτίσαμε παρέα στο νεκροστάσιο, θα έχουν ήδη απολαύσει στην εκκλησία σε ήχο πλάγιο του δευτέρου το Ἄµωµοι ἐν ὁδῷ. Ἀλληλούϊα. Δεν θα αργήσουν να εμφανιστούν καινούργιες αφίξεις. Το νεκροστάσιο θυμίζει τα κέντρα διερχομένων του στρατού. Για όλους σας το πιθανότερο θα υπάρξει μια τέτοια βραδιά. Οι νεκροί αράζουμε στα μαρμάρινα κρεβάτια για μερικές ώρες, ίσως, αν χρειαστεί, και κάποια διανυκτέρευση, μέχρι να ολοκληρωθούν οι γραφειοκρατικές διαδικασίες και πάρουμε το φύλλο πορείας, το αποβιωτήριο εν προκειμένω, για να αναχωρήσουμε προς τον τελικό προορισμό, σε αχαρτογράφητους κόσμους εν προκειμένω.

***

Ήμουν σε τέτοιο χάλι που στάθηκε αδύνατον ο δικός μου μέσα σε δύο ώρες να με φέρει βόλτα.

«Γιατί δεν τον κηδεύετε αύριο;» παρακάλεσε ο μακιγιέρ τους γονείς μου. «Σας δίνω τον λόγο μου πως θα τα καταφέρω».

Θέλει να μείνει κι άλλο μαζί μου; Δεν χόρτασε απ’ την παρέα μου; Λες να μου ξαναπιάσει το χέρι; Βέβαια, σίγουρα αυτό θέλει. Θα με αισθάνεται φίλο του. Κι εγώ τον πάω. Πολύ. Ψυχούλα ο τύπος. Μια γνωριμία μου καθυστερημένη, δυστυχώς μετά θάνατον. Αν τον είχα συναντήσει νωρίτερα θα του γνώριζα με την εντούρο τον κόσμο μου. Έχετε δει το Easy Rider; Ε, εγώ θα ήμουνα ο Πήτερ Φόντα κι εκείνος ο Τζακ Νίκολσον. Θα ταξιδεύαμε χωρίς προορισμό, όπου μας βγάλει. Θα σταματούσαμε όταν μας έπιανε η νύχτα. Με χειρονομίες τρυφερότητας θα γνωρίζαμε σιγά σιγά το άπειρο σώμα μας.

Οι δικοί μου ούτε ν’ ακούσουν για αναβολή. Δεν θα το άντεχαν.

Λίγο προτού με παραλάβουν από το νεκροστάσιο οι νεκροκομιστές του κυρίου Βασιλειάδη, ανοίγει ο μακιγιέρ την πόρτα. Με κοιτάζει για ένα παρατεταμένο λεπτό μ’ ένα βλέμμα σαν άμεση ικεσία αγάπης. Ένα δάκρυ κυλάει από το μάγουλό του. Δάκρυ υστερόγραφο στην μικρή υπέροχή μας ιστορία.

«Να σου συστηθώ. Με λένε Νίκο αλλά προτιμώ να με φωνάζουν Νικόλ. Γλυκό αγόρι, μ’ αυτό το όνομα θέλω να με θυμάσαι».

Η φωνή του δείχνει φορτωμένη από αγχωτική αγάπη, από ανεκπλήρωτο πάθος. Νιώθω τόσο όμορφα, έχει αιχμαλωτίσει τη φαντασία μου. Μου χαρίζει ένα δυστυχισμένο χαμόγελο. Κλείνει την πόρτα απαλά παίρνοντας μαζί του τη γεύση μου. Ζαχαρωτό γλειφιτζούρι. Θα το πιπιλίζει στο στόμα του ανάμεσα στη γλώσσα και τον ουρανίσκο.

Φεύγει για πάντα.

***

Στην εκκλησία με έχουν καπακωμένο. Υπολογίζω πως σε λιγότερο από δέκα λεπτά θ’ αρχίσουν οι ψαλμωδίες να απλώνουν τα μαύρα τους πέπλα, να διατυμπανίζουν το ξεκάθαρο νόημα της ματαιότητας όλων των πραγμάτων. Σαβανωμένος με την αγάπη του Νικόλ που εξακολουθεί να με δένει σαγηνευτικά με τον κόσμο σας. Ακούω τον ψίθυρο από το χέρι του να δυναμώνει μέσα μου. Έχει σημαδέψει στους αιώνες των αιώνων το ταπεινωμένο μου κορμί, το εξουσιάζει, το μεταμορφώνει σε μια επιθυμία να αναστενάξει, να ικετεύσει, να φιλήσει. Φτωχέ μου Νικόλ, πώς θα ζήσεις χωρίς εμένα!

Φοράω γραβάτα. Επιτέλους. Προσωπικά ο ίδιος ο κύριος Βασιλειάδης, ο τελετάρχης που σέβεται τον εαυτό του, επιμελήθηκε με τα χεράκια του τον κόμπο της. Πού είσαι, ρε αφεντικό, να μπορούσες να με καμαρώσεις!

Φέρετρο σε ωραίο βαθύ μαονί χρώμα. Από πάνω βάλανε φωτογραφία μου καβάλα στην μηχανή με φόντο μια παραλία της Σιθωνίας.

Ασπρόμαυρη.

*Διήγημα από την υπό έκδοση σειρά διηγημάτων «Του θανάτου και της παρηγοριάς».

Παρέμβαση, περιοδικό λόγου & τέχνης, τεύχος 207-208, άνοιξη 2022